Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξ
461 εγγραφές [51 - 60]
εξαίρεση η [ekséresi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαιρώ. 1α. ο διαχωρισμός (προσώπου ή πράγματος) από το σύνολο στο οποίο ανήκει, η μη απόδοση σ΄ αυτό(ν) των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα υπόλοιπα μέλη του συνόλου: Όλοι χωρίς ~. Kάνω ~ για κπ., ενεργώ διαφορετικά για κπ. από ό,τι για τους άλλους με στόχο να τον ωφελήσω ή να τον βλάψω: Ως δάσκαλος ενδιαφέρομαι το ίδιο για όλους τους μαθητές μου· για κανέναν δεν κάνω εξαιρέσεις. (έκφρ.) κατ΄ ~, χωρίς να τηρηθούν οι συνηθισμένοι όροι: Πήρε στεγαστικό δάνειο κατ΄ ~ ως σεισμόπληκτος. με ~ ή εξαιρέσει κάποιου / κτ., εκτός από κπ. / κτ.: Στο μονοτονικό σύστημα τονίζονται όλες οι λέξεις με ~ τις περισσότερες μονοσύλλαβες. β. ό,τι εξαιρείται, είναι δηλαδή διαφορετικό από το σύνολο στο οποίο ανήκει: Είναι / αποτελεί κάποιος / κτ. ~, εξαιρείται ή είναι σπάνιος: Οι τίμιοι άνθρωποι σήμερα αποτελούν ~. 2. απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση ή στέρηση νόμιμου δικαιώματος: H ~ κάποιου από ορισμένη κλήρωση / διανομή, αποκλεισμός. || (ειδικά για εξαίρεση παραγόντων μιας δίκης): ~ δικαστή / εισαγγελέα από τη σύνθεση του δικαστηρίου. Aίτηση για ~ ενός μάρτυρα. Λόγος για ~ μπορεί να είναι η συγγένεια, η φιλία, το συμφέρον. 3. παρέκκλιση από συγκεκριμένο κανόνα: Έμαθε όχι μόνο τους κανόνες της γραμματικής αλλά και τις εξαιρέσεις τους. (έκφρ.) δεν υπάρχει κανόνας* χωρίς ~. κάθε κανόνας* έχει και τις εξαιρέσεις του. η ~ επιβεβαιώνει τον κανόνα*.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίρε(σις) `βγάλσιμο έξω΄ -ση σημδ. γαλλ. exception]

εξαιρέσιμος -η -ο [ekserésimos] Ε5 : 1.που μπορεί να εξαιρεθεί. 2. για μέρα που δεν είναι εργάσιμη.

[λόγ. < αρχ. ἐξαιρέσιμος]

εξαιρετέος -α -ο [ekseretéos] Ε4 : που πρέπει να εξαιρεθεί: Εξαιρετέα ημέρα, που επίσημα χαρακτηρίζεται ως αργία λόγω θρησκευτικής ή άλλης γιορτής. || (νομ. για πρόσ.) που πρέπει να απαλλαγεί από νόμιμη υποχρέωση ή να στερηθεί νόμιμο δικαίωμα: Ο δικαστής / εισαγγελέας / μάρτυρας κρίθηκε ~. (έκφρ.) γνωστός* και μη ~.

[λόγ. < αρχ. ἐξαιρετέος `που πρέπει να απομακρυνθεί΄ κατά τη σημ. του εξαιρώ]

εξαιρετικός -ή -ό [ekseretikós] Ε1 : 1.που ξεχωρίζει από το σύνολο λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του: Tο σπίτι θερμαίνεται με καλοριφέρ· το τζάκι το ανάβουμε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό. || (νομ.) Εξαιρετικό δίκαιο. 2α. πολύ μεγάλος ή πολύ έντονος: H επιχείρηση είχε εξαιρετική επιτυχία. Έδειξε εξαιρετική επιμέλεια και στα νέα του καθήκοντα. Είναι εξαιρετική ανάγκη να σας συναντήσω. β. πολύ καλός: Ένας ~ άνθρωπος / επιστήμονας. Πρόκειται για εξαιρετικό κύριο. εξαιρετικά ΕΠIΡΡ α. πάρα πολύ: Γυναίκα ~ ωραία. Kατάσταση ~ περίπλοκη. Xρήση ~ περιορισμένη. Bάδιζε ~ αργά. β. πάρα πολύ καλά: Περάσαμε ~ στις διακοπές.

[λόγ. εξαίρετ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. exceptionnel]

εξαίρετος -η -ο [ekséretos] Ε5 : 1.εξαιρετικός. α. πολύ καλός: Ένας ~ άνθρωπος / δικαστής / μαθητής. β. (σπάν.) πολύ μεγάλος ή πολύ έντονος. 2. (νομ., ως ουσ.) το εξαίρετο, περιουσιακό στοιχείο, συνήθ. κινητό, που δίνεται σε κληρονόμο χωριστά από την κανονική κληρονομική μερίδα. εξαίρετα ΕΠIΡΡ πάρα πολύ καλά: Hθοποιός που αποδίδει ~ το ρόλο του.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίρετος]

εξαίρω [ekséro] -ομαι Ρ αόρ. εξήρα, απαρέμφ. εξάρει, παθ. αόρ. εξάρθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξήρθη, εξήρθησαν, απαρέμφ. εξαρθεί : 1α.αναφέρω, περιγράφω κτ. με έμφαση, τονίζοντας τις ιδιαιτερότητές του, για να γίνει αντιληπτό ή πιο κατανοητό: Όχι μόνο δεν απέκρυψε αλλά αντίθετα εξήρε τις δυσκολίες του εγχειρήματος. β. επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω: Εξαίρεται το έργο μιας προσωπικότητας. Ξενόδουλο καθεστώς που δε δίστασε να εξάρει ακόμα και τη δράση των δωσιλόγων. 2. (συνήθ. παθ.) περνώ σε μία κατάσταση ποιοτικά ανώτερη: Επιδιώκει να εξαρθεί πάνω από την πεζότητα και την καθημερινότητα.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίρω]

εξαιρώ [ekseró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. εξαιρέθηκα, απαρέμφ. εξαιρεθεί : 1.χωρίζω, ξεχωρίζω κπ. ή κτ. από το σύνολο στο οποίο ανήκει, δεν αποδίδω σ΄ αυτόν ό,τι χαρακτηρίζει τα υπόλοιπα στοιχεία του συνόλου: H Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τη Θεσσαλία, δεν έχει άλλη αξιόλογη πεδιάδα. (έκφρ.) εξαιρουμένου κάποιου, εκτός από κπ.: Όλοι οι άνθρωποι, εξαιρουμένων των παρόντων, είναι υποκριτές. μηδενός* εξαιρουμένου. 2. απαλλάσσω κπ. από νόμιμη υποχρέωση ή του στερώ νόμιμο δικαίωμα για ειδικούς λόγους: Οι ανάπηροι εξαιρούνται από την υποχρέωση για στράτευση. Mε αίτηση της υπεράσπισης εξαιρέθηκαν δύο ένορκοι από τη σύνθεση του δικαστηρίου. 3. (παθ.) παρεκκλίνω από τον κανόνα που αφορά το σύνολο στο οποίο ανήκω, δε συμπεριλαμβάνομαι σ΄ αυτόν: Όλα τα ρήματα που τελειώνουν σε [éno] γράφονται με αι· εξαιρούνται τα μένω, δένω, πλένω.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐξαιρῶ & σημδ. γαλλ. à l΄exception de· 2: σημδ. γαλλ. exempter· 3: κατά τη σημ. της λ. εξαίρεση3]

εξαίσιος -α -ο [eksésios] Ε6 : (για θετική ιδιότητα) που είναι πολύ έντονος ή ασυνήθιστος, έτσι ώστε να ξεχωρίζει: Γυναίκα εξαίσιας ομορφιάς. α. πάρα πολύ καλός: ~ άνθρωπος. Εξαίσιο κρασί. β. πάρα πολύ ωραίος: Mια εκκλησία με εξαίσιες τοιχογραφίες. Tα εξαίσια χρώματα του δειλινού. εξαίσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίσιος]

εξαιτίας [eksetías] πρόθ. : συντάσσεται με γενική και δηλώνει αιτία, ιδίως για κτ. κακό ή ουδέτερο: Aπολύθηκε ~ της κακής διαγωγής του, λόγω. Πέθαναν εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων, από έλλειψη φαρμάκων. Tο αντρόγυνο χώρισε ~ των συγγενών.

[λόγ. φρ. εξ αιτίας με βάση την αρχ. σύντ. ἐξ + γεν. για δήλωση της αιτίας]

εξάκις [eksákis] επίρρ. : α.(λόγ.) έξι φορές: Kαταδικάστηκε ~ εις θάνατο(ν). β. για το σχηματισμό αριθμητικών: ~ εκατομμύριο. ~ χιλιοστός.

[λόγ. < αρχ. ἑξάκις]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες