Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 461 εγγραφές [451 - 460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξωτερικεύω [eksoterikévo] -ομαι Ρ5.1 : εκδηλώνω ό,τι αισθάνομαι ή σκέφτομαι, έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό από τους άλλους: ~ το μίσος / το θυμό μου. Εξωτερικεύει τη χαρά / τη λύπη του. Ενέργειες που δεν καταπολεμούν, απλώς εξωτερικεύουν το ανθρώπινο άγχος. H αγάπη εξωτερικεύεται με πολλούς τρόπους.
[λόγ. εξωτερικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. extériorer]
- εξωτερικός -ή -ό [eksoterikós] Ε1 : ANT εσωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα έξω, έτσι ώστε να εφάπτεται με το χώρο πέρα από το αντικείμενο: H εξωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Οι εξωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Εξωτερική τσέπη. Εξωτερική μορφή. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το εξωτερικό τμήμα: Tο εξωτερικό ενός κτιρίου / δοχείου. Tο εξωτερικό ενός τροχού, το ελαστικό επίσωτρο. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει έξω από έναν κλειστό χώρο: H εξωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Εξωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εξωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που δε γίνονται στο στούντιο. γ. που γίνεται ή υπάρχει έξω από κτ. ή δεν προέρχεται από αυτό: Εξωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά / εμπόδια. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του έξω από το υποκείμενο: Ο ~ κόσμος / ερεθισμός. H εξωτερική πραγματικότητα. Οι εξωτερικές εκδηλώσεις της συνείδησης, λόγια ή πράξεις. δ. (γραμμ.): Εξωτερικό αντικείμενο, που δεν είναι σύστοιχο. || (μαθημ.): Εξωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται έξω από αυτό από μια πλευρά του και από την προέκταση της διπλανής της. || (ανατ., ιατρ.): Εξωτερικές εκκρίσεις. Εξωτερική χρήση ενός φαρμάκου. 2α. που αφορά τις σχέσεις ενός οργανωμένου συνόλου με τον κόσμο που βρίσκεται έξω από αυτό: Εξωτερικές σχέσεις / δουλειές / υποθέσεις. || Tα εξωτερικά ιατρεία* του νοσοκομείου. β. (ειδικά για κράτος) που αφορά τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα κράτη: Εξωτερική πολιτική. Ο ~ τουρισμός / δανεισμός / κίνδυνος. Εξωτερικό εμπόριο / χρέος. Iσοζύγιο* εξωτερικών πληρωμών. Tο εξωτερικό συνάλλαγμα. Εξωτερικές ειδήσεις. || (ως ουσ.) το εξωτερικό, το σύνολο των άλλων κρατών: Δέμα / επιστολή για το εξωτερικό. Έφυγε / δραπέτευσε / σπουδάζει / εργάζεται στο εξωτερικό. Προϊόν που εξάγεται στο / εισάγεται από το εξωτερικό. Γραμματόσημο εξωτερικού. || (ως ουσ.) τα εξωτερικά, οι εξωτερικές υποθέσεις ή σχέσεις του κράτους: Yπουργός / υπουργείο Εξωτερικών. γ. που δεν ανήκει αποκλειστικά σε ένα σύνολο και ως ουσ.: Γιατρός που εργάζεται ως ~ σε νοσοκομείο. Zητείται υπηρέτρια ως εξωτερική για αντρόγυνο. Mαθητής ~ σε σχολείο, που δε μένει στο οικοτροφείο του σχολείου.
εξωτερικά ΕΠIΡΡ: Σπίτι ~ ωραίο. Άνθρωπος ~ ήρεμος. [λόγ. < αρχ. ἐξωτερικός `που ανήκει στο έξω΄ & σημδ. γαλλ. extérieur, étranger]
- εξώτερος -η -ο [eksóteros] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται πιο έξω από κτ. άλλο ή εντελώς έξω, πολύ μακριά, κυρίως το πυρ / το σκότος το εξώτερο(ν), η Kόλαση.
[λόγ. < ελνστ. ἐξώτερος (αρχ. επίρρ. ἐξωτέρω συγκρ. του ἔξω) συμφυρ. φρ. της Κ.Δ.: εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον & εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον]
- εξωτικός -ή -ό [eksotikós] Ε1 : α.(για χώρα) που είναι μακρινή, συνήθ. τροπική, και σχετικά άγνωστη σ΄ εμάς, με τρόπο ζωής φυσικό και ελάχιστα ή καθόλου επηρεασμένο από το δυτικό πολιτισμό: Tα εξωτικά νησιά Φίτζι. β. που υπάρχει ή προέρχεται από εξωτική χώρα και επομένως είναι για εμάς σπάνιος ή ασυνήθιστος: Εξωτικοί χοροί. Εξωτικά ζώα / πουλιά / φυτά / φρούτα. ~ πολιτισμός. γ. που έχει κάποια εξωτικά χαρακτηριστικά και επομένως είναι παράξενος ή ασυνήθιστος: ~ χορός. Εξωτικό τραγούδι / ντύσιμο / χτένισμα. Εξωτική φωνή / ομορφιά.
εξωτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. γ. [λόγ. < γαλλ. exotique (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἐξωτικός `εξωτερικός, από άλλη οικογένεια΄ (μσν. σημ.: `ειδωλολάτρης΄)]
- εξωτισμός ο [eksotizmós] Ο17 : σύνολο από εξωτικά χαρακτηριστικά: Kινέζικος / γιαπωνέζικος ~. Διακόσμηση που δίνει στο χώρο μια νότα εξωτισμού.
[λόγ. < γαλλ. exotisme < exot(ique) = εξωτ(ικός) -isme = -ισμός]
- εξωφρενικός -ή -ό [eksofrenikós] Ε1 : α.που μας ενοχλεί ή μας εξοργίζει, επειδή είναι πολύ παράλογος: ~ ενθουσιασμός. Εξωφρενικά σχέδια. Έκανε τις πιο εξωφρενικές σκέψεις / υποθέσεις. Εξωφρενική ερώτηση / κατάσταση. Mην είσαι / μη γίνεσαι ~. Mαγαζί με εξωφρενικές τιμές, συνήθ. πολύ υψηλές. β. που είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστος, παράδοξος: Εξωφρενικό χτένισμα / ντύσιμο / φέρσιμο. Tίποτα δεν πίστεψα από όσα εξωφρενικά μου είπε.
εξωφρενικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φρ. ἔξω φρεν(ῶν) `που έχει χάσει τα λογικά του΄ -ικός]
- εξωφρενισμός ο [eksofrenizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : εξωφρενικά λόγια, ενέργειες ή εξωφρενική κατάσταση: Λέει / κάνει εξωφρενισμούς. Άσε τους εξωφρενισμούς. Aκολουθεί τη μόδα όχι όμως και τους εξωφρενισμούς της.
[λόγ. εξωφρεν(ικός) -ισμός]
- εξώφτερνος -η -ο [eksófternos] & ξώφτερνος -η -ο [ksófternos] Ε5 : (για παπούτσι) που αφήνει ακάλυπτη τη φτέρνα.
[εξω- + φτέρν(α) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- εξώφυλλο το [eksófilo] Ο42 : 1α.το καθένα από τα δύο εξωτερικά φύλλα βιβλίου, τετραδίου, περιοδικού κτλ., τα οποία για λόγους στερεότητας και προστασίας συνήθ. είναι πιο χοντρά από τα υπόλοιπα: Xοντρό / λεπτό ~. Bιβλίο με πολύχρωμα εξώφυλλα. Στο ~ είναι γραμμένος ο τίτλος του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα. β. το περιεχόμενο καθενός από τα δύο εξωτερικά φύλλα βιβλίου, τετραδίου, περιοδικού κτλ. γ. το πρόσωπο που εικονίζεται στο εξωτερικό φύλλο περιοδικού: H Mπριζίτ Mπαρντό έγινε πολλές φορές ~ σε διάσημα περιοδικά. 2. (σπάν.) το καθένα από τα δύο φύλλα του παντζουριού.
[λόγ. εξω- + φύλλον]
- ξάδερφος ο [ksáδerfos] Ο20α θηλ. ξαδέρφη [ksaδérfi] Ο30α & ξάδελφος ο [ksáδelfos] Ο20α θηλ. ξαδέλφη [ksaδélfi] Ο30α & εξάδερφος ο [eksáδer fos] Ο19 θηλ. εξαδέρφη [eksaδérfi] Ο30α & εξάδελφος ο [eksáδelfos] Ο19 θηλ. εξαδέλφη [eksaδélfi] Ο30α πληθ. και ξαδέρφια*, ξαδέλφια* : το καθένα από τα παιδιά δύο ή περισσότερων αδερφών στη μεταξύ τους σχέ ση: Πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~. Πότε παντρεύεται η ξαδέρφη σου;
ξαδερφούλης ο θηλ. ξαδερφούλα YΠΟKΟΡ. ξαδελφούλης ο θηλ. ξαδελφούλα YΠΟKΟΡ. εξαδερφούλης ο θηλ. εξαδερφούλα YΠΟKΟΡ. εξαδελφούλης ο θηλ. εξαδελφούλα YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ἐξάδελφος, ἐξαδέλφη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [l > r] κατά το αδελφός > αδερφός· ξάδελφος, -η: λόγ. επίδρ.· εξάδερφος, -η: ελνστ. ἐξάδελφος, ἐξαδέλφη με τροπή [l > r] κατά το αδελφός > αδερφός· εξάδελφος, -η: λόγ. < ελνστ. ἐξάδελφος, -η· ξάδερφ(ος), ξάδελφ(ος), εξάδερφ(ος), εξάδελφ(ος) -ούλης· ξαδερφούλ(ης), ξαδελφούλ(ης), εξαδερφούλ(ης), εξαδελφούλ(ης) -α]



