Dictionary of Standard Modern Greek
| 461 items total [431 - 440] | << First < Previous Next > Last >> |
- εξωνούμαι [eksonúme] Ρ10.9β : (λόγ.) εξαγοράζω.
[λόγ. < αρχ. ἐξω νοῦ μαι `εξαγοράζω΄]
- εξώνω [eksóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) κάνω έξωση σε κπ.
[< έξ(ωση) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]
- εξώπλασμα το [eksóplazma] Ο49 : (βιολ.) το εξωτερικό στρώμα του ζωικού κυττάρου· εκτόπλασμα.
[λόγ. < γαλλ. exoplasme < exo- = εξω- + -plasme < αρχ. πλάσμα]
- εξώπορτα η [eksóporta] Ο27α : η πόρτα που οδηγεί έξω από ορισμένο κλειστό χώρο, ιδίως κτίριο, σε αντίθεση με εκείνη που συνδέει εσωτερικούς χώρους· (πρβ. είσοδος): H ~ του σπιτιού. H ~ της αυλής, αυλόπορτα. H ~ της πολυκατοικίας. H ~ του διαμερίσματος, που οδηγεί στον κοινόχρηστο διάδρομο. Οι κλέφτες μπήκαν στο διαμέρισμα από ένα άνοιγμα που έκαναν στην εξώπορτα.
[μσν. εξώπορτα < εξω- + πόρτα]
- εξωπραγματικός -ή -ό [eksopraγmatikós] Ε1 : που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι διαφορετικός από αυτήν: Εξωπραγματική άποψη. Έχει σχηματίσει για την κοινωνία μια εικόνα τελείως εξωπραγματική και μάλιστα εξιδανικευμένη. || (για πρόσ.) που έχει εξωπραγματικές απόψεις ή κάνει εξωπραγματικές ενέργειες.
εξωπραγματικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται / μιλάει / ενεργεί ~. [λόγ. εξω- + πραγματικός απόδ. αγγλ. unrealistic]
- εξωραΐζω [eksoraízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για χώρο) τον κάνω ωραίο, τον καλλωπίζω, τον ομορφαίνω: Εξωραΐζουν την πόλη / τη γειτονιά / την πλατεία. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται ωραίο, ενώ δεν είναι, και ιδίως το περιγράφω με επαινετικά λόγια· ωραιοποιώ: H φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐζω `στολίζω΄ σημδ. γαλλ. embellir]
- εξωραϊσμός ο [eksoraizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωραΐζω. 1. (για χώρο) καλλωπισμός: Έργα / δαπάνες εξωραϊσμού. 2. (μτφ.) ωραιοποίηση: ~ μιας δυσάρεστης πραγματικότητας. Mέτρα δήθεν φιλελεύθερα που είχαν ως μοναδικό στόχο τον εξωραϊσμό του δικτατορικού καθεστώτος.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐσμός `στόλισμα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εξωραΐζω]
- εξωραϊστικός -ή -ό [eksoraistikós] Ε1 : που εξωραΐζει ή γίνεται για εξωραϊσμό. 1. που έχει σχέση με τον εξωραϊσμό ενός χώρου: Ένας ~ σύλλογος. Εξωραϊστικά έργα. Εξωραϊστικές δαπάνες. 2. (μτφ.) που ωραιοποιεί: Aντιμετωπίζει την πραγματικότητα με εξωραϊστική διάθεση.
[λόγ. εξωραϊσ- (εξωραΐζω) -τικός]
- εξώραφος -η -ο [eksórafos] & ξώραφος -η -ο [ksórafos] Ε5 : που είναι ραμμένος ή διακοσμημένος με εξωτερικές ραφές, με εξωτερικά γαζιά: Εξώραφα παπούτσια / πέτα. || Εξώραφο γαζί.
[εξω- + ραφ(ή) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- έξωση η [éksosi] Ο33 : 1.εκδίωξη του ενοικιαστή από το ενοικιαζόμενο ακίνητο, ιδίως κατοικία, με δικαστική απόφαση: Aγωγή / απόφαση για ~. Οι ενοικιαστές ζητούν απαγόρευση των εξώσεων. Οι εξώσεις επιτρέπονται μόνο για ιδιοκατοίκηση ή γενικά για ιδιοχρησιμοποίηση. 2. (λόγ.) εκθρόνιση και υποχρεωτική απομάκρυνση ενός μονάρχη από τη χώρα: H ~ του Όθωνα από την Ελλάδα.
[λόγ. < ελνστ. ἔξω(σις) -ση `εκκένωση΄, αρχ. σημ.: `μετατόπιση΄ σημδ. γαλλ. expulsion]



