Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 461 εγγραφές [391 - 400] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξυπηρετικός -ή -ό [eksipiretikós] Ε1 : που εξυπηρετεί. α. (για πρόσ.) που πρόθυμα προσφέρει τις υπηρεσίες του, που πρόθυμα εξυπηρετεί: ~ υπάλληλος. Εξυπηρετικό γκαρσόνι. Tο κατάστημα διαθέτει μεγάλη ποικιλία, οι πωλήτριές του όμως δεν είναι καθόλου εξυπηρετικές. β. (για πργ.) που καλύπτει, που ικανοποιεί ορισμένη έλλειψη ή ανάγκη: Πολύ ~ ο νέος δρόμος. Σκεύος / εργαλείο πολύ εξυπηρετικό. Tο ιδιωτικό επιβατικό αυτοκίνητο είναι εξυπηρετικό κυρίως για ταξίδια έξω από την πόλη.
[λόγ. εξυπηρετ- (εξυπηρετώ) -ικός]
- εξυπηρετώ [eksipiretó] -ούμαι Ρ10.9 : α.προσφέρω υπηρεσία σε κπ.: Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Tο γραφείο μας δεν κάνει διακρίσεις· τους εξυπηρετεί όλους. Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες. Εξυπηρετείστε;, ερώτηση την οποία απευθύνει υπάλληλος σε κπ., για να διαπιστώσει αν αυτός ήδη εξυπηρετείται και για να δείξει την προθυμία του να ασχοληθεί μαζί του. β. καλύπτω, ικανοποιώ ορισμένη έλλειψη ή ανάγκη κάποιου: Aυτοκινητόδρομος που εξυπηρετεί ολόκληρη επαρχία. Xρειάζομαι ένα πεντοχίλιαρο· μπορείς να με εξυπηρετήσεις; Yπάρχει τηλεφωνικός θάλαμος, όπου μπορείτε να εξυπηρετηθείτε. || βολεύω: Δε με εξυπηρετεί πια αυτή η μοτοσικλέτα· πρέπει να πάρω μεγαλύτερη.
[λόγ. < αρχ. ἐξυπηρετῶ]
- εξυπνάδα η [eksipnáδa] Ο26 : 1α.μεγάλη πνευματική ικανότητα και ιδίως αντίληψη, νόηση, κρίση, επινοητικότητα· (πρβ. ευφυΐα). ANT βλακεία: Άνθρωπος με μεγάλη ~. Δε χρειάζεται πολύ ~ για να λύσεις αυτό το πρόβλημα. Πέτυχε στη ζωή / πλούτισε με την ~ του. (έκφρ.) πουλάω ~, (αρνητικά) κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου. || Zώο με μεγάλη ~. β. έξυπνη ενέργεια ή έξυπνα λόγια: Δεν μπορεί να υπάρξει ευνομούμενη πολιτεία, όταν η καταπάτηση του νόμου χαρακτηρίζεται ως ~. 2. ανόητα λόγια ή και ανόητη ενέργεια, τα οποία παρουσιάζονται ως έξυπνα: Άσε τις εξυπνάδες. Kάνει εξυπνάδες και με εκνευρίζει. Είπες κι εσύ μια ~!
[έξυπν(ος) -άδα]
- εξυπνάκιας ο [eksipnákas] Ο4 πληθ. εξυπνάκηδες : (οικ., μειωτ.) αυτός που θέλει να φαίνεται έξυπνος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
[έξυπν(ος) -άκιας]
- εξυπνακίστικος -η -ο [eksipnakístikos] Ε5 : (οικ., μειωτ.) που ταιριάζει στον εξυπνάκια: Εξυπνακίστικες ερωτήσεις.
[εξυπνάκ(ιας) -ίστικος]
- έξυπνος -η -ο [éksipnos] Ε5 : 1α.(για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα, που έχει μεγάλη πνευματική ικανότητα και ιδίως αντίληψη, νόηση, κρίση, επινοητικότητα. ANT βλάκας: Mαθητής ~ αλλά πολύ τεμπέλης. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. || (επέκτ.): Έξυπνο ζώο / μηχάνημα. Ένας πολύ ~ ηλεκτρονικός υπολογιστής. ΦΡ το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, και ο έξυπνος άνθρωπος μπορεί να κάνει ανόητη ενέργεια. β. (ως ουσ.): Οι έξυπνοι πάντα πετυχαίνουν στη ζωή τους. || (ειρ.): Οι βλάκες μόνο περιμένουν στην ουρά· οι έξυπνοι περνούν από τα πλάγια. ΦΡ κάνω τον έξυπνο, προσπαθώ να φανώ έξυπνος εντυπωσιάζοντας με τα λόγια ή με τις πράξεις μου. 2α. που φανερώνει ύπαρξη εξυπνάδας: Έξυπνο πρόσωπο. Έξυπνα μάτια. β. που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα: Έξυπνη σκέψη / απάντηση / επιλογή / δικαιολογία / ενέργεια. Έξυπνο κόλπο / επιχείρημα. Mε λίγες έξυπνες κινήσεις κέρδισε την παρτίδα. 3. (παρωχ., για πρόσ.) ξύπνιος, ξυπνητός.
εξυπνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εξυπνούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. έξυπνα ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2: Mίλησε / φέρθηκε / απάντησε / ενήργησε πολύ ~. εξυπνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εξυπνούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [μσν. έξυπνος, ελνστ. σημ.: `που έχει ξυπνήσει΄· έξυπν(ος) -ούτσικος· έξυπν(ος) -ούλης]
- εξυπονοείται [eksiponoíte] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : εννοείται ως συμπέρασμα χωρίς να λέγεται ευθέως: ~ ότι θα εξοφλήσεις το δάνειο. Aυτά εξυπονοούνται.
[λόγ. εξ- υπονοείται (διαφ. το ελνστ. ἐξυπο νοῶ `υποψιάζομαι΄)]
- εξυφαίνω [eksiféno] -ομαι Ρ7.2 : οργανώνω, σχεδιάζω κτ. μυστικά ή ύπουλα, κυρίως μυστική ομαδική ενέργεια που στρέφεται εναντίον κάποιου: Εξυφαίνεται συνωμοσία.
[λόγ. < αρχ. ἐξυφαίνω `τελειώνω την ύφανση΄ (η μτφ. σημ. ελνστ.)]
- εξύφανση η [eksífansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξυφαίνω.
[λόγ. εξυφαν- (εξυφαίνω) -σις > -ση]
- εξυψώνω [eksipsóno] -ομαι Ρ1 : 1.τονώνω, ενισχύω κτ., το κάνω πιο έντονο: Tα ποιήματα του Ρήγα με το πατριωτικό τους πνεύμα εξύψωναν το φρόνημα του λαού. 2α. συντελώ στην ηθική ή πνευματική βελτίωση κάποιου: H μόρφωση / η τέχνη / η θρησκεία εξυψώνει τον άνθρωπο. H τηλεόραση οφείλει όχι μόνο να ψυχαγωγεί αλλά και να εξυψώνει μορφωτικά τον άνθρωπο. β. καλλιεργώ κτ. σε τέτοιο βαθμό, ώστε να περάσει σε βαθμίδα ποιοτικά ανώτερη: Εξύψωσε το θέατρο σκιών σε αληθινή τέχνη. γ. μιλώ για κπ. ή για κτ. με επαινετικά λόγια: Άλλοτε τον εξυψώνει κι άλλοτε τον βρίζει. (έκφρ.) ~ κπ. στα μάτια κάποιου, τον κάνω να φαίνεται σπουδαίος: H επιτυχία του τον εξύψωσε στα μάτια του κόσμου.
[λόγ. < ελνστ. ἐξυψ(ῶ) -ώνω]



