Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξ
461 εγγραφές [11 - 20]
εξαγνισμός ο [eksaγnizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγνίζω.

[λόγ. εξαγνισ- (εξαγνίζω) -μός]

εξαγνιστήριος -α -ο [eksaγnistírios] Ε6 : που συντελεί στον εξαγνισμό· εξαγνιστικός: Εξαγνιστήριες τελετές, που γίνονται για εξαγνισμό.

[λόγ. εξαγνισ- (εξαγνίζω) -τήριος]

εξαγνιστικός -ή -ό [eksaγnistikós] Ε1 : που συντελεί στον εξαγνισμό· εξαγνιστήριος: Εξαγνιστικές τελετές, που γίνονται για εξαγνισμό.

[λόγ. εξαγνισ- (εξαγνίζω) -τικός]

εξαγόμενο το [eksaγómeno] Ο42 : 1.το αποτέλεσμα κάθε μαθηματικού υπολογισμού και ιδίως των πράξεων της αριθμητικής: Tο ~ της πρόσθεσης λέγεται άθροισμα, του πολλαπλασιασμού γινόμενο. 2. συμπέρασμα που προκύπτει από κάποιο συλλογισμό.

[λόγ. ουδ. μπε. < αρχ. ἐξάγω `οδηγώ έξω΄ μτφρδ. γαλλ. déduction]

εξαγορά η [eksaγorá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγοράζω. 1. αγορά, απόκτηση κυριότητας σε κτ.: ~ των μετοχών μιας εταιρείας. 2. (μτφ.) καταβολή ορισμένου αντιτίμου, συνήθ. χρηματικού, με αποτέλεσμα: α. την απαλλαγή από ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη: ~ της ποινής / της στρατιωτικής θητείας. β. την απελευθέρωση κάποιου: ~ σκλάβων / αιχμαλώτων. γ. την εξασφάλιση της υποστήριξης ή της ευνοϊκής διάθεσης κάποιου· (πρβ. δωροδοκία): ~ του δικαστή / του διαιτητή. || ~ συνειδήσεων.

[λόγ. εξαγορ(άζω) -ά (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: αγοράζω - αγορά μτφρδ. γαλλ. rachat]

εξαγοράζω [eksaγorázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αγοράζω κτ., αποκτώ κυριότητα σε αυτό: Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του. 2. (μτφ.) πληρώνω ορισμένο αντίτιμο, συνήθ. χρηματικό, και έτσι: α. απαλλάσσομαι από ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη: Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση, εξαγόρασε όμως την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος. β. (για πρόσ., ιδ. αιχμάλωτο, δούλο κτλ.) απελευθερώνω: Οι αιχμάλωτοι πουλήθηκαν ως δούλοι, αργότερα όμως εξαγοράστηκαν από τους συγγενείς τους. || ~ την ελευθερία κάποιου. γ. εξασφαλίζω την υποστήριξη ή την ευνοϊκή διάθεση κάποιου· (πρβ. δωροδοκώ): Kέρδισε τη δίκη εξαγοράζοντας τους μάρτυρες του αντιδίκου του. || ~ τη σιωπή κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαγοράζω]

εξαγοράσιμος -η -ο [eksaγorásimos] Ε5 : που είναι δυνατό να εξαγοραστεί. || (για ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη) που μπορεί κανείς να απαλλαχτεί από αυτή πληρώνοντας ορισμένο αντίτιμο: Εξαγοράσιμη ποινή / στρατιωτική θητεία.

[λόγ. εξαγορασ- (εξαγοράζω) -ιμος]

εξαγριώνω [eksaγrióno] -ομαι Ρ1 : (για πρόσ. ή ζώο) κάνω κπ. να αγριέψει, να γίνει πολύ βίαιος ή επιθετικός: H αναίδειά του / η προκλητικότητά του με εξαγρίωσε. Tο εξαγριωμένο πλήθος προσπάθησε να λιντσάρει το δολοφόνο. Tα σκυλιά εξαγριωμένα ρίχτηκαν στο λύκο και τον κομμάτιασαν. || (για αφηρ. έννοια): Ο πόλεμος εξαγριώνει τα ήθη.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγρι(ῶ) -ώνω]

εξαγρίωση η [eksaγríosi] Ο33 : η κατάσταση εκείνου που έχει εξαγριωθεί.

[λόγ. εξαγριω- (δες εξαγριώνω) -σις > -ση]

εξάγω [eksáγo] -ομαι Ρ πρτ. εξήγα, αόρ. εξήγαγα, απαρέμφ. εξαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) εξάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξήχθη, εξήχθησαν, απαρέμφ. εξαχθεί : 1.κάνω εξαγωγή. ANT εισάγω. α. (για εμπόρευμα) διαθέτω στην αγορά του εξωτερικού: H Ελλάδα εξάγει κυρίως γεωργικά προϊόντα. || Φτωχή χώρα που δεν εξάγει τίποτε άλλο εκτός από εργατικά χέρια. β. (για άλλα αγαθά) μεταφέρω σε άλλη χώρα: Επιχείρησε να εξαγάγει παράνομα συνάλλαγμα. Έργα τέχνης που έχουν εξαχθεί παράνομα στο εξωτερικό, τα έχουν μεταφέρει. 2. (συνήθ. παθ.) για συμπέρασμα που προκύπτει ως προϊόν λογικής διαδικασίας: Aπό τα νέα δεδομένα εξάγεται ότι…

[λόγ. < αρχ. ἐξάγω]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες