Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξ
461 εγγραφές [1 - 10]
εκ [ek] & εξ [eks], όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν· πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εκ-)· συντάσσεται με γενική συνήθ. σε εκφράσεις ή ΦΡ και δηλώνει τό πο, προέλευση, καταγωγή, τρόπο, χρόνο, αιτία, μέρος ενός συνόλου κτλ.: ~ δεξιών / εξ αριστερών. ~ Λαρίσης. ~ των ένδον*. ~ βάθρων*. ~ θεμελίων*. ~ των ενόντων*. ~ των ων ουκ άνευ*. ~ του μη όντος*. ~ πρώτης όψεως*. (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ ακοής* / όψεως*. εξ ονόματος* κάποιου. ~ βάθους ψυχής* / καρδίας*. ~ των πραγμάτων*. ~ μέρους* κάποιου. ~ Θεού*. ~ γενετής*. εξ αντικειμένου*. εξ υπαρχής*. εξ υποκειμένου*. εξ ανάγκης*. εξ επαγγέλματος*. εξ επαφής*. εξ αποστάσεως*. εξ ολοκλήρου*. εξ απαλών* ονύχων. (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα*. (νομ.) εξ αδιαιρέτου*. εξ αμελείας*. εξ ημισείας*.

[λόγ. < αρχ. ἐξ, πριν από σύμφ. ἐκ]

εκ- [ek] & [eg], κάποτε πριν από [v, γ, δ, z] & εξ- [eks], πριν από φωνήεν & έκ- [ék] ή [ég] ή έξ- [éks], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η πρόθεση εκ ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων· συνήθ. δηλώνει: I1α. αφαίρεση· (πρβ. απο-): εκκοκίζω· εκκοκιστήριο, εκχύμωση, εκχωμάτωση, εξαερισμός· εκκοκιστικός. β. απομάκρυνση από αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εκθρονίζω, εκπατρίζομαι, εκτοπίζω· εκθρόνιση, εκπατρισμός, εκτόπιση. γ. κίνηση, φορά προς τα έξω: εκπαραθυρώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω· εκπαραθύρωση, εκτίναξη, εκτόξευση, εκσφενδόνιση· συχνά σε αντίθεση με το εισ-: εκβάλ λω, εκπνέω, εκρέω, εξέρχομαι· εκβολή, εκπνοή, εκροή, έξοδος. 2. με τη σημασία: α. έξω, προς τα έξω: έξωμος· (ιατρ.) εξόφθαλμος, εξοφθαλμία. β. έξω από τα όρια που θέτει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκπρόθεσμος. ANT εμπρόθεσμος. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το υποκείμενο: εκμαιεύω, εκπλειστηριάζω, εκτελωνίζω, εκφοβίζω, εξαναγκάζω· εκτελωνισμός, εκφοβισμός, εξαναγκασμός· εκβιαστικός. 4. (σε ρήματα) δηλώνει τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκλαϊκεύω, εκχυδαΐζω, εξατμίζω, εξαϋλώνω, εξαχνώνω· εκλαΐκευση, εκχυδαϊσμός, εξάτμιση, εξαΰ λωση, εξάχνωση. || εντατική εφαρμογή ή επιβολή των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκβιομηχανίζω, εκγαλλίζω, εκπολιτίζω, εξαγγλίζω, εξευρωπαΐζω, εξισλαμίζω· εκβιομηχάνιση, εκγαλλισμός, εξευρωπαϊσμός, εξηλεκτρισμός, εκπολιτιστικός. 5. λειτουργεί: α. ως επιτατικό: έκδηλος, έκθαμβος, εκκωφαντικός, έκπληκτος, εκτυφλωτικός, εξεζητημένος· εκζήτηση, εκθήλυνση, εκμάθηση, εκλέπτυνση· εκγυμνάζω. β. ως στερητικό αίροντας τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: έκρυθμος, έκτακτος· εκτονώνω· εκτόνωση. II. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: εκλέγω, εξοχή.

[λόγ. < αρχ. ἐξ- (ἐκ- πριν από σύμφ.) < πρόθ. ἐξ (ἐκ) `από, μέσα από΄ ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων: αρχ. ἐκ-καλύπτω `ξεσκεπάζω΄, ἐξ-απατῶ `απατώ τελείως΄, ἐξ-ανδραποδίζω, ἐκ-βαρβαρῶ καθώς και μεταρ. ουσ.: ελνστ. ἐξ-ανδραποδισμός, ἐκ-βαρβάρωσις & διεθ. ec- < αρχ. ἐκ-: εκ-κρινολογία < γαλλ. eccrinologie & σε μτφρδ.: εκ-θρονίζω < γαλλ. détrἄner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]

εξα- [eksa] & εξά- [eksá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το απόλυτο αριθμητικό έξι ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει έξι από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εξάγωνος, εξάσφαιρος, εξάστηλος, εξάτομος, εξάχορδος, εξάγωνο, ~σέλιδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί έξι συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ήμερος, εξάωρο· εξάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία έξι χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται έξι φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~πλάσιος, ~πλασιάζω.

[λόγ. < αρχ. ἑξα- θ. του αριθμτ. ἕξ (κατά το αρχ. ἑπτα-) ως α' συνθ.: αρχ. ἑξά-γωνος, ελνστ. ἑξά-βιβλος]

εξαγγελία η [eksangelía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγγέλλω: ~ κινήτρων για την ανάκαμψη της οικονομίας. Kυβερνητικές εξαγγελίες. Έμεινε σε επίπεδο εξαγγελιών, για υπόσχεση, διακήρυξη κτλ. που δεν πραγματοποιήθηκε.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγγελία `μυστική πληροφορία στον εχθρό΄ με αλλ. της σημ. κατά το εξαγγέλλω]

εξαγγέλλω [eksangélo] -ομαι Ρ πρτ. εξάγγελλα και εξήγγελλα, αόρ. εξήγγειλα και εξάγγειλα, απαρέμφ. εξαγγείλλει, παθ. αόρ. εξαγγέλθηκα, απαρέμφ. εξαγγελθεί, μππ. εξαγγελμένος : ανακοινώνω, συνήθ. επίσημα, αυτό που πρόκειται να κάνω: Ο πρωθυπουργός θα εξαγγείλει από το βήμα της βουλής το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Ούτε υπόσχομαι ούτε ~ τίποτα.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγγέλλω]

εξάγγελος ο [eksángelos] Ο19 : το πρόσωπο του αρχαίου ελληνικού θεάτρου που αναγγέλλει στην ορχήστρα ό,τι έχει συμβεί πίσω από τη σκηνή.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάγγελος, αρχ. σημ.: `καταδότης΄]

εξαγγελτικός -ή -ό [eksangeltikós] Ε1 : α.που εξαγγέλλει, που ανακοινώνει κτ.: Διακήρυξη εξαγγελτικού χαρακτήρα. β. (μουσ.) Εξαγγελτικό μοτίβο, μελωδικό, αρμονικό ή ρυθμικό θέμα που με τις επανεμφανίσεις του κατά τη διάρκεια ενός μουσικού έργου επαναφέρει στη μνήμη την ιδέα, την κατάσταση ή το πρόσωπο με τα οποία συνδέθηκε κατά την πρώτη του εμφάνιση.

[λόγ.: α: αρχ. ἐξαγγελτικός `που δίνει πληροφορίες, κουτσομπόλης΄· β: σημδ. γερμ. Leitmotiv]

εξαγιάζω [eksajiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. ή κτ. άγιο, ιερό: H θρησκεία εξαγιάζει την ψυχή του ανθρώπου.

[λόγ. εξ- άγι(ος) -άζω απόδ. γαλλ. sanctifier (διαφ. το ελνστ. ἐξαγιάζω `εξακριβώνω΄ < λατ. exagium)]

εξαγιασμός ο [eksajiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαγιάζω.

[λόγ. εξαγιασ- (εξαγιάζω) -μός]

εξαγνίζω [eksaγnízo] -ομαι Ρ2.1 : απαλλάσσω κπ. ή κτ. από τις συνέπειες ενός ηθικού ή θρησκευτικού παραπτώματος: H εξομολόγηση εξαγνίζει τον άνθρωπο. Ο Ορέστης, για να εξαγνιστεί από το φόνο της μητέρας του, πήγε στη χώρα των Tαύρων.

[λόγ. εξ- αγν(ός) -ίζω απόδ. γαλλ. purifier]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες