Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξωγλωσσικός -ή -ό [eksoγlosikós] Ε1 : (γλωσσ.) που, αν και δεν ανήκει στη γλώσσα, ωστόσο επηρεάζει τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της: Εξωγλωσσικοί παράγοντες.
[λόγ. εξω- + γλωσσικός μτφρδ. αγγλ. extralin guistic]



