Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξωγλωσσικός
1 εγγραφή
εξωγλωσσικός -ή -ό [eksoγlosikós] Ε1 : (γλωσσ.) που, αν και δεν ανήκει στη γλώσσα, ωστόσο επηρεάζει τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της: Εξωγλωσσικοί παράγοντες.

[λόγ. εξω- + γλωσσικός μτφρδ. αγγλ. extralin guistic]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες