Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξατομικεύω [eksatomikévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω κτ. ατομικό, το προσαρμόζω σε ορισμένο πρόσωπο ή γενικά το αντιμετωπίζω σε σχέση με αυτό: Kαθήκον του εκπαιδευτικού είναι να εξατομικεύσει τα διδάγματα της παιδαγωγικής επιστήμης. Προοδευτικά η δόση του φαρμάκου εξατομικεύεται.
[λόγ. εξ- ατομικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. individualiser]



