Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαπατώ
1 εγγραφή
εξαπατώ [eksapató] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω: Tην εξαπάτησε με ψεύτικες υποσχέσεις. || (ειδικότ.) για παράνομη ενέργεια: Εξαπάτησε τον ταμία της τράπεζας και πήρε χρήματα με ξένο βιβλιάριο καταθέσεων.

[λόγ. < αρχ. ἐξαπατῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες