Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξακολούθηση η [eksakolúθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξακολουθώ· συνέχιση, κυρίως στην έκφραση κατ΄ εξακολούθησιν, πολλές φορές. (νομ.) Aδίκημα / έγκλημα κατ΄ εξακολούθησιν, που έγινε πολλές φορές από το ίδιο πρόσωπο. Bιασμός κατ΄ εξακολούθησιν.
[λόγ. < ελνστ. ἐξακολούθη(σις) `παρακολούθηση, συνοδεία΄ -ση]



