Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξακολουθώ
1 εγγραφή
εξακολουθώ [eksakoluθó] Ρ10.9α : 1.συνεχίζω να κάνω κτ., να δημιουργώ ορισμένο αποτέλεσμα ή να βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση χωρίς διακοπή: Εξακολουθεί να εργάζεται ως αργά το βράδυ / και μετά τη συνταξιοδότησή του. Kλασικά έργα που εξακολουθούν να θαυμάζονται ύστερα από τόσους αιώνες. 2. διαρκώ, συνεχίζομαι: H βροχή εξακολούθησε όλη τη νύχτα.

[λόγ. < ελνστ. ἐξακολουθῶ `ακολουθώ από κοντά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες