Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαεριώνω
1 εγγραφή
εξαεριώνω [eksaerióno] -ομαι Ρ1 : μεταβάλλω ένα σώμα, ιδίως στερεό, σε αέρα ή αέριο.

[λόγ. εξ- αέρι(ον) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. gazéifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες