Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαίσιος
1 εγγραφή
εξαίσιος -α -ο [eksésios] Ε6 : (για θετική ιδιότητα) που είναι πολύ έντονος ή ασυνήθιστος, έτσι ώστε να ξεχωρίζει: Γυναίκα εξαίσιας ομορφιάς. α. πάρα πολύ καλός: ~ άνθρωπος. Εξαίσιο κρασί. β. πάρα πολύ ωραίος: Mια εκκλησία με εξαίσιες τοιχογραφίες. Tα εξαίσια χρώματα του δειλινού. εξαίσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες