Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαίρετος
1 εγγραφή
εξαίρετος -η -ο [ekséretos] Ε5 : 1.εξαιρετικός. α. πολύ καλός: Ένας ~ άνθρωπος / δικαστής / μαθητής. β. (σπάν.) πολύ μεγάλος ή πολύ έντονος. 2. (νομ., ως ουσ.) το εξαίρετο, περιουσιακό στοιχείο, συνήθ. κινητό, που δίνεται σε κληρονόμο χωριστά από την κανονική κληρονομική μερίδα. εξαίρετα ΕΠIΡΡ πάρα πολύ καλά: Hθοποιός που αποδίδει ~ το ρόλο του.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες