Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
466 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενθυμούμαι [enθimúme] Ρ10.9β : (λόγ.) θυμάμαι: Δεν ~ να έχω υπογράψει παρόμοιο έγγραφο.
[λόγ. < αρχ. ἐνθυμοῦμαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄ σημδ. νεοελλ. θυμάμαι]
- ενθυμώ [enθimó] Ρ10.9α : (λογοτ.) φέρνω κτ. στη μνήμη κάποιου· θυμίζω: «Tο χορτάρι που τη δόξα σου ενθυμεί».
[λόγ. < αρχ. ἐνθυμῶ ενεργ. του ἐνθυμοῦμαι (δες λ.) σημδ. νεοελλ. θυμίζω]
- ενιαίος -α -ο [eniéos] Ε4 : που αποτελεί ένα όλο, μία ενότητα, που υπάρχει, είναι οργανωμένος, παρουσιάζεται, λειτουργεί, δρα κτλ. ως ένα: Ενιαίο μέτωπο. Ενιαίες συμμαχικές δυνάμεις. Ενιαία αλφαβήτιση ονομάτων και τοπωνυμίων. Οι ηγέτες όλων των δημοκρατικών οργανώσεων συμφώνησαν στη συγκρότηση ενός ενιαίου κόμματος.
ενιαία & (λόγ.) ενιαίως ΕΠIΡΡ κατά τρόπο ενιαίο. [λόγ. < ελνστ. ἑνιαῖος, ἑνιαίως]
- ενιαύσιος -α -ο [eniáfsios] Ε6 : (λόγ.) ετήσιος.
[λόγ. < αρχ. ἐνιαύσιος]
- ενικός -ή -ό [enikós] Ε1 : (και γραμμ.) 1α. Ενικός αριθμός, οι τύποι στους οποίους εκφέρεται μια κλιτή λέξη (πτώσεις ονόματος ή πρόσωπα ρήματος), όταν το σημαινόμενό της είναι ή λαμβάνεται ως ένα (ένα πράγμα, ένα πρόσωπο ή ένα σύνολο, ένα πλήθος). ANT πληθυντικός αριθμός· (πρβ. δυϊκός αριθμός): Ορισμένα ονόματα συνηθίζονται μόνο ή προπάντων στον ενικό αριθμό, όπως π.χ. οι λέξεις: χριστιανισμός, κύρος, ηχώ, Mακεδονία. β. (ως ουσ.) ο ενικός, ο ενικός αριθμός. || για τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόμαστε σε κπ., όταν χρησιμοποιούμε ενικό αριθμό: Mίλα μου στον ενικό. || ~ του είδους, που μπαίνει στη θέση του πληθυντικού και σημαίνει ολόκληρο το είδος, π.χ.: «Ο Έλληνας αγαπά τον τόπο του» αντί «Όλοι οι Έλληνες αγαπούν τον τόπο τους». 2α. (παρωχ.) που αναφέρεται στον ενικό αριθμό: H ενική ονομαστική πτώση. β. (ως ουσ.): Tο τρίτο ενικό ενός ρήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἑνικός]
- ένιοι -ες -α [énii] αντων. αόρ. (βλ. Ε6) : (λόγ.) μερικοί.
[λόγ. < αρχ. ἔνιοι]
- ενίοτε [eníote] επίρρ. χρον. : (λόγ., συνήθ. ειρ.) μερικές φορές, καμιά φορά, πότε πότε.
[λόγ. < αρχ. ἐνίοτε]
- ενισμός ο [enizmós] Ο17 : (φιλοσ.) μονισμός.
[λόγ. < αρχ. ἕν `ένα΄ (δες εις μία εν) στη φιλοσ. σημ.: `ενότητα΄ -ισμός μτφρδ. γαλλ. monisme (-isme = -ισμός)]
- ενίσταμαι [enístame] Ρ : (λόγ., επίσ.) προβάλλω, διατυπώνω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, απόφαση, ενέργεια κτλ., γραπτά ή προφορικά· (πρβ. αντιτίθεμαι). || (ειδ. νομ.) υποβάλλω, κάνω ένσταση: ~ κατά της απόφασης του δικαστηρίου.
[λόγ. < ελνστ. μέσο ρ. ἐνίσταμαι `ασκώ βέτο΄ για τους Ρωμαίους δημάρχους (αρχ. ἐνίστημι `τοποθετώ μέσα΄)]
- ενιστικός -ή -ό [enistikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον ενισμό· μονιστικός: Ενιστική διδασκαλία.
[λόγ. εν(ισμός) -ιστικός]