Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εν
466 εγγραφές [231 - 240]
ένθεος -η / -ος -ο [énθeos] Ε17 : (λόγ.) που είναι σαν να έχει μέσα του το Θεό ή το θείο· που προέρχεται, εμπνέεται από θεϊκή δύναμη· (πρβ. θεόπνευστος): Ένθεη μανία. Ένθεα έπη. || ~ ζήλος, ενθουσιώδης.

[λόγ. < αρχ. ἔνθεος]

ένθερμος -η -ο [énθermos] Ε5 : 1.(για φιλική πράξη, συμπεριφορά κτλ.) που γίνεται ή εκδηλώνεται με τρόπο συναισθηματικά έντονο· θερμός, θερμότατος, εγκάρδιος. ANT ψυχρός: ~ χαιρετισμός. Ένθερμη υποδοχή. Ένθερμη υποστήριξη / αποδοχή. || Ένθερμη παράκληση. ~ ζήλος. 2. (για πρόσ.) που έχει και εκδηλώνει μια ειλικρινή φιλική στάση ή διάθεση με τρόπο συναισθηματικά έντονο: ~ υποστηρικτής, θερμός, φλογερός. ~ θιασώτης / οπαδός· (πρβ. φανατικός).

[λόγ. < αρχ. ἔνθερμος]

ένθεση η [énθesi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του ενθέτω· τοποθέτηση, προσαρμογή πράγματος επάνω και μέσα σε άλλο· (πρβ. εμφύτευση).

[λόγ. < αρχ. ἔνθε(σις) -ση]

ενθετικός -ή -ό [enθetikós] Ε1 : που τον έχουν φτιάξει με ένθεση: Ενθετική διακόσμηση / παράσταση. || (ως ουσ.) η ενθετική, εμπαιστική.

[λόγ. < ελνστ. ἐνθετικός]

ένθετος -η -ο [énθetos] Ε5 : 1.για πράγμα που το έχουν βάλει μεταξύ άλλων τα οποία αποτελούν σειρά ή σύνολο, ως κάτι το επιπλέον ή το πρόσθετο, ώστε να διατηρεί την αυτοτέλειά του· (πρβ. εμβόλιμος): Ένθετο δεκαεξασέλιδο / τεύχος / φύλλο. Ένθετες εικόνες. Ένθετοι γεωγραφικοί χάρτες, που βρίσκονται μέσα στις αριθμημένες σελίδες εντύπου. || (ως ουσ.) το ένθετο, έντυπο που το έχουν βάλει μέσα σε άλλο και που διατηρεί την αυτοτέλειά του. 2. τοποθετημένος ή προσαρμοσμένος με ένθεση, επάνω και μέσα σε κτ.: Ένθετο κόσμημα.

[λόγ. < αρχ. ἔνθετος]

ενθέτω [enθéto] Ρ : (λόγ.) θέτω, τοποθετώ κτ. μέσα ή ανάμεσα σε άλλα· (πρβ. εμφυτεύω, παρεμβάλλω).

[λόγ. < μσν. ενθέτω < αρχ. ἐντίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω]

ένθημα το [énθima] Ο49 : (γλωσσ.) παράθημα που εμφανίζεται στο εσωτερικό λέξης: Tο “-μ-” στο αρχαίο ελληνικό ρήμα “λαμβάνω” είναι ~.

[λόγ. < ελνστ. ἔνθημα `κτ. βαλμένο μέσα΄ κατά τη σημ. της λ. επίθημα σημδ. νλατ. infixum]

ενθουσιάζω [enθusiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ σε κπ. ενθουσιασμό· (πρβ. χαροποιώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ): H επιτυχία του ενθουσίασε τους φίλους και λύπησε τους αντιπάλους του. H πρότασή σας δε με ενθουσιάζει, αλλά είμαι υποχρεωμένος να τη δεχτώ. || (παθ.) περιέρχομαι σε κατάσταση ενθουσιασμού: Οι θεατές, ενθουσιασμένοι με την έξοχη ερμηνεία των ηθοποιών, χειροκροτούσαν. 2. προκαλώ έξαρση ψυχικών δυνάμεων (θάρρους, πίστης κτλ.) και διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.· (πρβ. ενθαρρύνω, εμψυχώνω): H εμφάνισή του ενθουσίασε τους στρατιώτες. || Ενθουσιασμένοι ξεκίνησαν για νέους αγώνες.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιάζω `κατέχομαι από ενθουσιασμό, βρίσκομαι σε έκσταση΄ & κατά τις σημ. της λ. ενθουσιασμός & μέσο κατά το γαλλ. s΄enthousiasmer < enthousiasme < αρχ. ἐνθουσιασμός]

ενθουσιασμός ο [enθusiazmós] Ο17 : 1α.έξαρση συναισθήματος ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, χαράς, ικανοποίησης κτλ., η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από ένα τέτοιο συναίσθημα και το εκδηλώνει με τρόπο έντονο: Παράφορος / μεγάλος / ακράτητος / ζωηρός / άσβεστος / απερίγραπτος / έκδηλος ~. Εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Zητωκραυγές ενθουσιασμού. Προκαλώ / εμπνέω / μεταδίδω ενθουσιασμό. Δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή του. Zητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό. Kατέχομαι από ενθουσιασμό. Mε παρασέρνει / με συνεπαίρνει ο ~. Kρύβω / εκδηλώνω / δείχνω τον ενθουσιασμό μου. β. έξαρση των ψυχικών δυνάμεων και της διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.: Εργάστηκε με πίστη και ενθουσιασμό. Aγωνίστηκε με την πίστη και τον ενθουσιασμό που διακρίνει το νεοφώτιστο. 2. (ειδικότ., φιλοσ.) η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από θεϊκή δύναμη, έμπνευση· η έξαρση των ψυχικών, πνευματικών και σωματικών δυνάμεων εκείνου που κυριαρχείται ή εμπνέεται από το θείο.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιασμός & σημδ. γαλλ. enthousiasme < αρχ. ἐνθουσιασμός]

ενθουσιαστικός -ή -ό [enθusiastikós] Ε1 : που προκαλεί, εμπνέει ενθουσιασμό ή που εκφράζει ενθουσιασμό· ενθουσιώδης: Ενθουσιαστικοί λόγοι. Ενθουσιαστικό τραγούδι. Ενθουσιαστικά σχόλια.

[λόγ. < αρχ. ἐνθουσιαστικός]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες