Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εν
466 εγγραφές [391 - 400]
εντεταλμένος -η -ο [endetalménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει επίσημη εντολή να πράξει κτ.: ~ υφηγητής, που έχει εντολή διδασκαλίας. Ο έλεγχος έγινε από νομίμως εντεταλμένους υπαλλήλους. || για ό,τι γίνεται ύστε ρα από εντολή: Εντεταλμένη υπηρεσία.

[λόγ. < ελνστ. πληθ. ἐντεταλμένοι μππ. του αρχ. ἐντέλλομαι]

εντεύθεν [endéfθen] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) από εδώ, για χώρο που εκτείνεται από ορισμένο τοπικό σημείο, όριο και προς το μέρος του ομιλητή. ANT εκείθεν: ~ και εκείθεν των συνόρων. || συχνά σε απαρχαιωμένες εκφράσεις ή όρους γεωγραφικούς, με γενική ονόματος που δηλώνει τόπο: H ~ των Hρακλείων στηλών θάλασσα, η Mεσόγειος. H ~ των Άλπεων Γαλατία.

[λόγ. < αρχ. ἐντεῦθεν]

εντευκτήριο το [endefktírio] Ο40 : αίθουσα που προορίζεται ειδικά για την κοινωνική συναναστροφή, συνάντηση, συγκέντρωση κτλ. των μελών ενός συλλόγου, σωματείου κτλ. και των επισκεπτών του· (πρβ. λέσχη): H δεξίωση θα γίνει στο ~ του συλλόγου. Aίθουσα εντευκτηρίου. Περνούσε τις ελεύθερες ώρες στο ~ του σωματείου, συζητώντας ή παίζοντας χαρτιά με τους παλιούς του συναδέλφους.

[λόγ. < αρχ. ἐντευκ- (ἔντευξις) `συνάντηση΄ -τήριον απόδ. αγγλ. meeting place ή γαλλ. salon de réunion]

έντεχνος -η -ο [éndexnos] Ε5 : 1.που γίνεται με τέχνη, με επιτηδειότητα: Έντεχνοι χειρισμοί. Έντεχνες υπεκφυγές. 2. που έχει καλλιτεχνική πρόθεση: ~ λόγος, λογοτεχνικός. Έντεχνο λαϊκό τραγούδι. έντεχνα & (λόγ.) εντέχνως ΕΠIΡΡ με επιτηδειότητα· τεχνηέντως: Aπέφυγε ~ να δώσει οποιαδήποτε απάντηση.

[λόγ. < αρχ. ἔντεχνος, ἐντέχνως]

έντιμος -η -ο [éndimos] Ε5 : 1.(για πράξη, συμπεριφορά) που γίνεται σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ένα υψηλό αίσθημα τιμής (ειλικρίνειας, καλής πίστης, αξιοπρέπειας): Έντιμη πράξη. Έντιμη συμφωνία / πρόταση. Έντιμα λόγια. Έντιμες διαπραγματεύσεις. || (νομ.) πρότερος* ~ βίος. 2. (για πρόσ.) που ενεργεί με τρόπο έντιμο: ~ υπάλληλος / συνομιλητής / πολιτικός. 3. (συνήθ. σε επίσημες προσφωνήσεις και στον υπερθετικό βαθμό): Εντιμότατε κύριε Πρόεδρε. έντιμα & (λόγ.) εντίμως ΕΠIΡΡ σύμφωνα με τους κανόνες τιμής: Σας μιλώ εντίμως, με απόλυτη ειλικρίνεια και καλή πίστη.

[λόγ. < αρχ. ἔντιμος `τιμημένος΄ σημδ. γαλλ. honnête, honorable· λόγ. < αρχ. ἐντίμως]

εντιμότητα η [endimótita] Ο28 : η ιδιότητα του έντιμου· (πρβ. τιμιότητα): Δεν επιτρέπω να αμφισβητείτε την εντιμότητά μου. Εκτιμώ ιδιαίτερα την εντιμότητά τους και την ευσυνειδησία τους.

[λόγ. < αρχ. ἐντιμότης, αιτ. -ητα `τιμή, αξίωμα΄ κατά τη σημ. της λ. έντιμος]

εντοιχίζω [endixízo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ κτ. σε εσοχή τοίχου και το χτίζω μέσα σε αυτόν: ~ αναμνηστική πλάκα. || κατασκευάζω ή τοποθετώ κτ. μεταξύ τοίχων ή σε χώρο που περικλείνεται από τοίχους έτσι, ώστε να αποτελεί με αυτούς μια συνεχόμενη και μόνιμη κατασκευή: ~ οικιακή συσκευή. || (συνήθ. μππ.): Εντοιχισμένη ντουλάπα. Εντοιχισμένες οικιακές συσκευές.

[λόγ. εν- τοίχ(ος) -ίζω μτφρδ. αγγλ.(;) immure (διαφ. το αρχ. ἐντειχίζω `περιβάλλω με τείχος΄)]

εντοίχιση η [endíxisi] Ο33 : εντοιχισμός.

[λόγ. εντοιχι- (εντοιχίζω) -σις > -ση]

εντοιχισμός ο [endixizmós] Ο17 : η ενέργεια του εντοιχίζω· εντοίχιση: ~ αναμνηστικής πλάκας.

[λόγ. εντοιχισ- (εντοιχίζω) -μός]

έντοκος -η -ο [éndokos] Ε5 : που αποδίδει τόκο ή που επιβαρύνεται με τόκο. ANT άτοκος: Έντοκη κατάθεση. Έντοκο δάνειο. Έντοκες δόσεις. Έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου. έντοκα & εντόκως ΕΠIΡΡ με τόκο.

[λόγ. < ελνστ. ἔντοκος· λόγ. έντοκ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   1... 38 39 [40] 41 42 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες