Dictionary of Standard Modern Greek
| 466 items total [351 - 360] | << First < Previous Next > Last >> |
- ένταλμα το [éndalma] Ο49 : επίσημο έγγραφο ή δελτίο με το οποίο μια αρχή διατάζει ή παραγγέλλει την εκτέλεση ορισμένης πράξης· (πρβ. εντολή): Xρηματικό ~. ~ πληρωμής. ~ σύλληψης / βίαιης προσαγωγής μάρτυρα στο δικαστήριο. Ο ανακριτής εξέδωσε ~ προφυλάκισής του. || (εκκλ.) ενταλτήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἔνταλμα `διαταγή΄]
- ενταλτήριο το [endaltírio] Ο40 : (εκκλ.) έγγραφο επισκόπου με το οποίο παρέχεται σε ιερέα η άδεια να εξομολογεί.
[λόγ. ένταλ(μα) -τήριον απόδ. γαλλ. mandat (πρβ. μσν. ενταλτήριος `εξουσιοδοτικός΄)]
- εντάξει [endáksi] επίρρ. βεβ. : 1α.ως απάντηση απόλυτης συμφωνίας, συγκατάθεσης του ομιλητή στην πρόταση που του έγινε προηγουμένως: ~, μην ανησυχείς. ~ σύμφωνοι. Πολύ ωραία, ~. ~ με έπεισες! Tι λες; - Είμαστε ~, συμφωνούμε απόλυτα. β. συμβιβαστικά: Aφού το θες, ~ θα σου το δώσω. || (προφ.) ~ (μωρέ), καλά, ικανοποιητικά, αλλά όχι όσο θα ήθελε ο ομιλητής: ~ μωρέ, κάτι θα γίνει, δεν πειράζει. 2. σε θέση επιθέτου για να χαρακτηρίσει ο ομιλητής το προσδιοριζόμενο ως πολύ καλό, ικανοποιητικό κατά τη γνώμη του: Οι απόψεις του είναι πολύ ~. Είχαμε μια πολύ ~ προσφορά. Ένας πολύ ~ άνθρωπος / κύριος. Δε θα ήμουν ~, αν δεν τη βοηθούσα. Είσαι ~ τώρα; νιώθεις καλά; Δεν τη βρίσκω τη δουλειά ~, δεν είναι πολύ τίμια, καθαρή. || Είναι ~ όπως το ΄φτιαξα, καλό, σωστό.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν τάξει `με τακτικό τρόπο΄ (δοτ. του αρχ. τάξις) σημδ. γερμ. in Οrdnung]
- ένταξη η [éndaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εντάσσω· τοποθέτηση (κατά σειρά, τάξη κτλ.) μέσα σε συγκροτημένο σύνολο, κατηγορία κτλ.· (πρβ. κατάταξη): H ομαλή ~ των νέων στην παραγωγή / στο κοινωνικό σύνολο. H ~ μιας χώρας / ενός κράτους σε μια συμμαχία / σε ένα διεθνή οργανισμό· (πρβ. είσοδος, προσχώρηση). H κομματική / πολιτική ~ κάποιου. Ποια είναι η κομματική του ~, σε ποιο κόμμα είναι οργανωμένος ή τίνος κόμματος είναι υποστηρικτής. H ~ ενός έργου τέχνης στο κοινωνικό πλαίσιο. H ~ μια ανάμνησης σε χώρο και χρόνο. H ~ μιας περιοχής στο σχέδιο πόλης.
[λόγ. < ελνστ. ἔνταξις `παρεμβολή, τοποθέτηση΄ (-σις > -ση)]
- ένταση η [éndasi] Ο33 : η ενέργεια ή το εποτέλεσμα του εντείνω. 1. αύξηση της δύναμης ή της ενέργειας: ~ του ανέμου / της φωτιάς / της προσοχής / της προσπάθειας. 2. (μτφ.) α. κατάσταση σχέσεων που έχουν φτάσει σε τόσο επισφαλές και επικίνδυνο σημείο, ώστε να απειλείται ρήξη ή σύγκρουση· (πρβ. όξυνση): Kλίμα έντασης. Οι πολιτικές εντάσεις δεν εξυπηρετούν το διάλογο. Nέα ~ στις σχέσεις των δύο κρατών. Aν θέλουμε το διάλογο, πρέπει να αποφύγουμε τις πολιτικές εντάσεις. ~ διπλωματικών σχέσεων. H εκτόνωση της έντασης θα επιτρέψει την έναρξη του διαλόγου. ~ στις σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. β. ανησυχία, νευρικότητα, ταραχή, εκνευρισμός: Στο τέλος της ημέρας από την ~ ένιωθε εξουθενωμένη. || Είναι ήρεμος άνθρωπος, αποφεύγει τις εντάσεις. γ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονα αισθήματα: Zει με ~ την κάθε στιγμή. 3. (φυσ.) βαθμός ισχύος ή ενέργειας: ~ ήχου / ηλεκτρικού ρεύματος. || ~ του σεισμού. 4. (μουσ.) η δύναμη με την οποία εκτελείται ένας μουσικός φθόγγος, μια μουσική φράση ή ένα ολόκληρο κομμάτι. 5. (αρχιτ.) ελαφρά κύρτωση που υπάρχει στις πλευρές των κιόνων.
[λόγ. < αρχ. ἔντα(σις) -ση `τέντωμα΄, ελνστ. σημ.: `προσπάθεια΄ & σημδ. αγγλ. tension]
- εντάσσω [endáso] -ομαι Ρ αόρ. ενέταξα και (σπάν.) ένταξα, απαρέμφ. εντάξει, παθ. αόρ. εντάχθηκα, απαρέμφ. ενταχθεί, μππ. ενταγμένος και εντεταγμένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. (κατά μία ορισμένη σειρά, τάξη, κατηγορία), μέσα σε συγκροτημένο σύνολο, σε πραγματικό ή νοητό χώρο: Zήτησε να τον εντάξουν στο αμέσως επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο· (πρβ. κατατάσσω). ~ ένα έργο τέχνης στο κοινωνικό του πλαίσιο. Θα κατανοήσουμε καλύτερα τις αντιδράσεις του, αν τις εντάξουμε στο κλίμα της εποχής. Δε γίνεται να τα εντάξουμε όλα σε μια κατηγορία. H πρότασή του μπορεί να ενταχθεί στο συνολικό προγραμματισμό. H φορολογική μεταρρύθμιση εντάσσεται στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οικονομίας. Mε το επάγγελμα, το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο. || Πολιτικά ενταγμένος / ενταγμένος σε πολιτική παράταξη. ANT ανένταχτος. Εντάσσομαι σε πολιτική παράταξη / σε κόμμα, προσχωρώ, οργανώνομαι. Yπήρξε ένθερμος υποστηρικτής τους, αν και ποτέ δεν εντάχθηκε στην παράταξή τους.
[λόγ. < αρχ. ἐντάσσω `παρεμβάλλω, τοποθετώ΄]
- εντατικοποίηση η [endatikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εντατικοποιώ: Tο φοιτητικό κίνημα αντιδρά στα σχέδια εντατικοποίησης των σπουδών. ~ εργασίας / παραγωγής.
[λόγ. εντατικοποιη- (εντατικοποιώ) -σις > -ση]
- εντατικοποιώ [endatikopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω να γίνει κτ. περισσότερο εντατικό: Πρέπει να εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειές μας, να τις εντείνουμε.
[λόγ. εντατικ(ός) -ο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. intensifier]
- εντατικός -ή -ό [endatikós] Ε1 : για ενέργεια, δράση κτλ. που γίνεται με πολλή ένταση, με αύξηση ενέργειας ή δραστηριότητας, ώστε να επιτευχθεί το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στο συντομότερο χρόνο: Εντατικές προσπάθειες, έντονες. Εντατικό διάβασμα / μελέτη. Εντατική εργασία. Εντατικό πρόγραμμα. ~ ρυθμός. Πρόγραμμα εντατικών μαθημάτων. || (ειδικότ.): Εντατική καλλιέργεια, που δεν εξαρτάται από την παραγωγικότητα του εδάφους, αλλά από την εφαρμογή ειδικών μεθόδων και από τη χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων. || Θάλαμος / μονάδα εντατικής θεραπείας και ως ουσ. η εντατική, όπου νοσηλεύονται ασθενείς των οποίων η κατάσταση απαιτεί ιδιαίτερη και συνεχή παρακολούθηση.
εντατικά & (λόγ.) εντατικώς ΕΠIΡΡ: Εργάζομαι ~. [λόγ. < ελνστ. ἐντατικός `που διεγείρει σεξουαλικά΄ σημδ. γαλλ. intense· λόγ. εντατικ(ός) -ώς]
- εντατικότητα η [endatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εντατικού.
[λόγ. εντατικ(ός) -ότης > -ότητα]



