Dictionary of Standard Modern Greek
| 466 items total [221 - 230] | << First < Previous Next > Last >> |
- ενημερότητα η [enimerótita] Ο28 : η ιδιότητα του ενήμερου. || Πιστοποιητικό / βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας ή φορολογική ~, έγγραφο που βεβαιώνει ότι ο λογαριασμός για φόρους που οφείλει κάποιος είναι ενήμερος: Δεν μπορεί να πάρει δάνειο, γιατί η εφορία δεν του δίνει φορολογική ~.
[λόγ. ενήμερ(ος) -ότης > -ότητα]
- ενημερώνω [enimeróno] -ομαι Ρ1 : καθιστώ κπ. ή κτ. ενήμερο. 1. (για πρόσ.) πληροφορώ κπ. για ένα πρόσφατο γεγονός, συμβάν, μεταβολή, εξέλιξη· (πρβ. πληροφορώ): Θα σας ενημερώσω λεπτομερώς. Tου ζήτησα να μας ενημερώσει για το συμβάν. Παρακαλώ να με ενημερώσετε έγκαιρα για οποιαδήποτε αλλαγή. || καθιστώ κπ. ενήμερο σε βάθος· (πρβ. κατατοπίζω): Δεν έχω ακόμα ενημερωθεί για την υπόθεση. Ενημερωμένος πολίτης. Ενημέρωσε τη Γενική Συνέλευση για τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων. 2. (λογιστ.) καταγράφω ή καταχωρίζω σε βιβλίο ή σε αρχείο όλες τις ως τώρα πράξεις και μεταβολές, νέα στοιχεία κτλ.: ~ τα λογιστικά βιβλία / ένα λογαριασμό. || ~ το μητρώο των μελών ενός συλλόγου.
[λόγ. ενήμερ(ος) -ώ > -ώνω]
- ενημέρωση η [enimérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενημερώνω. 1. πληροφόρηση, κατατοπισμός κάποιου για πρόσφατα συμβάντα ή γεγονότα, μεταβολές, εξελίξεις: Zητώ ~, ζητώ να ενημερωθώ. Έχω ~, ενημερώνομαι ή έχω ενημερωθεί. Έγκαιρη / καθημερινή / επίσημη / ανεπίσημη ~. H ~ της κοινής γνώμης. Mέσα μαζικής* ενημέρωσης ή μαζικά* μέσα ενημέρωσης. 2. η καταγραφή, καταχώριση των τελευταίων μέχρι στιγμής συμβάντων, μεταβολών κτλ. σε ειδικό βιβλίο ή κατάλογο: ~ λογιστικού βιβλίου / λογαριασμού / καταλόγου / μητρώου.
[λόγ. ενημερω- (δες ενημερώνω) -σις > -ση]
- ενημερωτικός -ή -ό [enimerotikós] Ε1 : που γίνεται για να ενημερώσει, που στοχεύει στην ενημέρωση: Ενημερωτική συνάντηση / συζήτηση. Ενημερωτικές εκπομπές (ραδιοφώνου κτλ.).
ενημερωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ενημερω- (δες ενημερώνω) -τικός]
- ένθα [énθa] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) εκεί, εκεί όπου, όπου.
[λόγ. < αρχ. ἔνθα]
- ενθάδε [enθáδe] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) σε αυτόν εδώ τον τόπο, εδώ. (έκφρ.) ~ κείται*.
[λόγ. < αρχ. ἐνθάδε]
- ενθάρρυνση η [enθárinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενθαρρύνω· εμψύχωση. ANT αποθάρρυνση.
[λόγ. ενθαρρύν(ω) -σις > -ση]
- ενθαρρυντικός -ή -ό [enθarindikós] Ε1 : που γίνεται για να ενθαρρύνει, που ενθαρρύνει· που προδιαγράφει μια καλή προοπτική ή εξέλιξη, που μας επιτρέπει ή μας κάνει να αισιοδοξούμε· εμψυχωτικός. ANT αποθαρρυντικός: Ενθαρρυντικοί λόγοι. Ενθαρρυντικές υποσχέσεις / συμβουλές. Ενθαρρυντικές ειδήσεις / ενδείξεις. Ενθαρρυντικά αποτελέσματα / συμπεράσματα. Tα τελευταία στοιχεία δεν είναι, δυστυχώς, τόσο ενθαρρυντικά για την πορεία της οικονομίας μας.
ενθαρρυντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ενθαρρύν(ω) -τικός]
- ενθαρρύνω [enθaríno] -ομαι Ρ8.1 : δίνω, εμπνέω σε κπ. θάρρος, τον βοηθώ να ξεπεράσει δισταγμούς ή φόβους ενισχύοντας τη διάθεσή του για προσπάθεια, αγώνα κτλ.· εμψυχώνω. ANT αποθαρρύνω: H είδηση της νίκης ενθάρρυνε το λαό. Οι λόγοι του ενθάρρυναν τους στρατιώτες. Mε ενθάρρυνε σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Tον ενθάρρυναν να δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα. Ενθαρρυμένοι από την αποτυχία των αντιπάλων τους, ενέτειναν τις προσπάθειές τους.
[λόγ. εν- θάρρ(ος) -ύνω μτφρδ. γαλλ. encourager (πρβ. αρχ. θαρρύνω ίδ. σημ.)]
- ένθεν [énθen] επίρρ. τοπ. : μόνο στις λόγιες εκφράσεις ~ και εκείθεν / ~ κακείθεν, από εδώ και από εκεί. ~ και ~, και από εδώ και από εκεί· εκατέρωθεν.
[λόγ. < αρχ. ἔνθεν, ἔνθεν καί ἔνθεν (δες και κακείθεν)]



