Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εν
466 εγγραφές [201 - 210]
ενεχυρίαση η [enexiríasi] Ο33 : παράδοση πράγματος ως ενέχυρου σε δανειστή.

[λόγ. < ελνστ. ἐνεχυρία(σις) `λήψη ενέχυρου΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του ενεχυριάζω]

ενεχυριασμός ο [enexiriazmós] Ο17 : ενεχυρίαση.

[λόγ. < μσν. ενεχυριασμός `λήψη ενέχυρου΄ < ενεχυριασ- (ενεχυριάζω) -μός κατά την αλλ. της σημ. του ενεχυριάζω (ελνστ. ἐνεχυρασμός)]

ενεχυριαστής ο [enexiriastís] Ο7 θηλ. ενεχυριάστρια [enexiriástria] Ο27 : αυτός που δίνει κάποιο πράγμα ως ενέχυρο για να πάρει δάνειο.

[λόγ. < ελνστ. ἐνεχυριαστής (αρχ. ἐνεχυραστής) (πρβ. ελνστ. ἐνεχυρίασις)· λόγ. ενεχυριασ(τής) -τρια]

ενέχυρο το [enéxiro] Ο42 : (και νομ.) το πράγμα αξίας το οποίο παραδίδει ο δανειζόμενος στο δανειστή του για ασφάλεια του δανείου· (πρβ. αμανάτι): Δίνω / αφήνω / βάζω (κτ. ως / για) ~. Έβαλε ~ το δαχτυλίδι του. Δάνειο / δανεισμός με ~.

[λόγ. < αρχ. ἐνέχυρον]

ενεχυροδανειστήριο το [enexiroδanistírio] Ο40 : ίδρυμα που χορηγεί δάνεια τα οποία ασφαλίζονται με ενέχυρο: Δημόσιο ~.

[λόγ. ενέχυρ(ον) -ο- + δανειστήριον]

ενεχυροδανειστής ο [enexiroδanistís] Ο7 θηλ. ενεχυροδανείστρια [enexiroδanístria] Ο27 : αυτός που κατ΄ επάγγελμα δανείζει χρήματα με ενέχυρο.

[λόγ. ενέχυρ(ον) -ο- + δανειστής· λόγ. ενεχυροδανεισ(τής) -τρια]

ενεχυροδανειστικός -ή -ό [enexiroδanistikós] Ε1 : που ανήκει στον ενεχυροδανειστή: Ενεχυροδανειστικό γραφείο· (πρβ. ενεχυροδανειστήριο).

[λόγ. ενεχυροδανειστ(ής) -ικός]

ενέχω [enéxo] Ρ πρτ. ενείχα : (λόγ., για λόγο, πράξη, γεγονός) έχω, εκτός από αυτό που φαίνεται ή δηλώνεται, και κτ. άλλο νοητό και συνήθ. κακό· (πρβ. εμπεριέχω, κρύβω): H πρότασή του ενέχει δόλο.

[λόγ. < αρχ. ἐνέχω]

ενζενί [enzení] Ε (άκλ.) : (θεατρ.) για ρόλο αφελούς και απλοϊκής νέας κοπέλας: Kαθιερώθηκε σε ρόλους ~.

[λόγ. < γαλλ. ingénu]

ενζυμικός -ή -ό [enzimikós] Ε1 : (βιοχημ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα ένζυμα: Ενζυμική δράση / λειτουργία. Ενζυμικές αντιδράσεις. Ενζυμική ανεπάρκεια. ~ μεταβολισμός.

[λόγ. < αγγλ. enzymic < μσν. ένζυμ(ος) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες