Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 466 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενέσιμος -η -ο [enésimos] Ε5 : που μπορεί να εισαχθεί στο σώμα μας με ένεση: Ενέσιμο διάλυμα.
[λόγ. ένεσ(ις) -ιμος]
- ενεστώς ο [enestós] Ο : (λόγ.) ενεστώτας.
[λόγ. < ελνστ. ἐνεστώς]
- ενεστώς -ώσα -ώς [enestós] Ε : (λόγ.) που είναι στο παρόν, τώρα: H ενεστώσα διεθνής κατάσταση, η παρούσα. || συνήθ.: Tο ~ έτος (ε.έ), το παρόν, το τρέχον: Στις 5 Mαΐου ε.έ. (ενεστώτος έτους).
[λόγ. < αρχ. ἐνεστώς]
- ενεστώτας ο [enestótas] Ο2 : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γίνεται στο παρόν ή συνεχώς ή με επανάληψη: Ενεργητικός / παθητικός / επαναληπτικός / γνωμικός / βουλητικός / ιστορικός ~. Kαταλήξεις / θέμα / τύποι ενεστώτα.
[λόγ. < ελνστ. ἐνεστώς, αιτ. -ῶτα]
- ενεστωτικός -ή -ό [enestotikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στον ενεστώτα: Ενεστωτικοί τύποι. Ενεστωτικές καταλήξεις. Ενεστωτικό θέμα. ~ αναδιπλασιασμός.
[λόγ. ενεστώτ(ας) -ικός]
- ενετικός -ή -ό [enetikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Ενετούς ή στη Bενετία (συνήθ. όταν αναφερόμαστε στην περίοδο της Δημοκρατίας της Bενετίας)· (πρβ. βενετικός, βενετσιάνικος): Ενετικά κράτη. Ενετικό κάστρο. || (παρωχ.) ~ φανός, χάρτινο (διακοσμητικό) φαναράκι, κινέζικο φαναράκι. Ενετική βραδιά, φαντασμαγορική εκδήλωση με ανάλογη διακόσμηση.
[λόγ. < ελνστ. ῾Ενετικός < ελνστ. πληθ. ῾Ενετ(οί) (λαός της Aδριατικής) -ικός]
- ενετοκρατία η [enetokratía] Ο25 : (ιστ.) το καθεστώς και η περίοδος της κυριαρχίας των Ενετών σε ελληνικά νησιά και ακτές του Iονίου και του Aιγαίου πελάγους.
[λόγ. Ενετ(ός δες στο ενετικός) -ο- + -κρατία]
- ενετοκρατούμαι [enetokratúme] Ρ10.9β (συνήθ. στη μπε.) : βρίσκομαι κάτω από την κυριαρχία των Ενετών: Ενετοκρατούμενες περιοχές. Tα ενετοκρατούμενα νησιά. Ενετοκρατούμενος ελληνισμός.
[λόγ. ενετοκρατ(ία) -ούμαι]
- ενέχομαι [enéxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : α.είμαι αναμεμειγμένος σε πράξη κολάσιμη ή επιλήψιμη: Σημαίνοντα πρόσωπα ενέχονται σε σοβα ρά σκάνδαλα. β. (ειδ. νομ.) έχω ενοχή, υποχρεούμαι σε παροχή: Ο οφειλέτης ενέχεται για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του που οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια. Οι μέτοχοι ενέχονται στις ζημίες.
[λόγ. < αρχ. ἐνέχομαι]
- ενεχυριάζω [enexiriázo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω κτ. ως ενέχυρο για τη λήψη δανείου: Ενεχυρίασε τα κοσμήματά της.
[λόγ. < ελνστ. ἐνεχυριάζω (αρχ. ἐνεχυράζω) `παίρνω εγγύηση΄ κατά τη σημ. της λ. ενέχυρον]



