Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 466 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδιαφέρω [enδiaféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενδιέφερα, απαρέμφ. ενδιαφέρει, παθ. αόρ. ενδιαφέρθηκα, απαρέμφ. ενδιαφερθεί : 1α.προκαλώ το ενδιαφέρον, την προσοχή, την περιέργεια ή τη φροντίδα κάποιου: Tο ζήτημα δε μας ενδιαφέρει. Δε με ενδιαφέρει τι θα κάνεις, μου είναι αδιάφορο, αδιαφορώ. Tον ενδιαφέρει η αλήθεια, θέλει να μάθει την αλήθεια. β. (στο γ' πρόσ.) αξίζει τον κόπο: Ενδιαφέρει να μάθουμε το σκοπό τους. 2. (παθ.) έχω ενδιαφέρον, δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα για κτ.: Ενδιαφέρομαι να μάθω την αλήθεια. Δεν ενδιαφέρομαι· κάνε ό,τι θέλεις. Όσοι ενδιαφέρονται για μένα ας έρθουν να με δουν. Ενδιαφέρομαι για το θέατρο. 3. (ειδ.) προκαλώ ερωτική συμπάθεια: Tον ενδιαφέρει η φίλη σου, αλλά το κρύβει. || (παθ.) έχω ερωτική συμπάθεια για κπ.: Tης έδειξε ότι ενδιαφέρεται. 4. (μπε.) που έχει άμεσο ενδιαφέρον, συμφέρον η επιθυμία: Οι ενδιαφερόμενες πλευρές. || (ως ουσ.): Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητήσουν περισσότερες πληροφορίες.
[λόγ. εν- διαφέρω μτφρδ. γαλλ. intéresser, s΄intéresser]
- ενδιαφέρων -ουσα -ον [enδiaféron] Ε12 : (λόγ.) (για πρόσ. ή πργ.) που προκαλεί, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, την προσοχή κάποιου: Ενδιαφέρουσα συζήτηση / άποψη / πρόταση / περίπτωση. Ενδιαφέρον ζήτημα. || (ως ουσ.) η ενδιαφέρουσα, η κατάσταση γυναίκας εγκύου: Είναι σε ενδιαφέρουσα, είναι έγκυος. || (ως ουσ.) το ενδιαφέρον*.
[λόγ. μεε. του ρ. ενδιαφέρω]
- ενδίδω [enδíδω] Ρ αόρ. ενέδωσα, απαρέμφ. ενδώσει : υποχωρώ, κάμπτομαι, υποκύπτω: ~ στις πιέσεις / στις παρακλήσεις / στις απαιτήσεις / στις προτάσεις άλλου. Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
[λόγ. < αρχ. ἐνδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]
- ένδικος -η -ο [énδikos] Ε5 : (νομ.) ένδικα μέσα, οι προβλεπόμενες από τη δικονομία διαδικαστικές πράξεις με τις οποίες ένας διάδικος μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση ή τη μεταβολή δικαστικής απόφασης (π.χ. έφεση, αναίρεση, αναψηλάφηση, ανακοπή κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἔνδικος `που αναφέρεται στο δικαστήριο΄, αρχ. σημ.: `νόμιμος΄]
- ενδο- [enδo] & ενδό- [enδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ενδ- [enδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [o] : (κυρ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. έχει τη σημασία: εντός, μέσα και δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρατηρείται, συμβαίνει, υπάρχει στο εσωτερικό ενός οργανικού συνόλου ή ενός οργανισμού: ~γένεση, ~έκκριση· ~παράσιτα· ενδόζωα. ANT εκτόζωα. 2. δηλώνει το εσωτερικό μέρος αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βράγχια, ANT εκτο-· ενδόφλοιο· ~χώρα. || (ιατρ.) με αναφορά στο εσωτερικό τμήμα του οργάνου το οποίο συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~καρδίτιδα, ~τραχηλίτιδα. 3. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται ή παρατηρείται εντός της περιοχής που υπαινίσσεται το β' συνθετικό. ANT εξω-: ~οικογενειακός, ~κυβερνητικός· (συχνά ανατ., ιατρ.): ~δερμικός, ~ηπατικός, ~καρδιακός, ~κυτταρικός, ενδοφθάλμιος, ~φλέβιος· ~θωρακικός. ANT εξω-.
[λόγ. < αρχ. ἐνδ(ο)- θ. του επιρρ. ἔνδο(ν) `μέσα΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐνδό-μυχος (δες λ.), ελνστ. ἐνδο-γενής `(δούλος) γεννημένος στο σπίτι΄ & διεθ. endo- < ελνστ. ἐνδο-: ενδο-γαμία < αγγλ. endogamy, ενδο-κάρδιο, ενδο-γένεση < νλατ. endocardium, endo genesis & μτφρδ.: ενδο-φλέβιος < γαλλ. intraveineux]
- ενδοαγγειακός -ή -ό [enδoangiakós] Ε1 : (ιατρ.) που βρίσκεται ή παρατηρείται στα αιμοφόρα αγγεία.
[λόγ. ενδο- + αγγειακός]
- ενδογαμία η [enδoγamía] Ο25 : (κοινων.) συνήθεια ή παράδοση που επιβάλλει τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων της ίδιας κοινωνικής ομάδας (φυλής, κοινωνικής τάξης, γενεάς, οικογένειας κτλ.). ANT εξωγαμία.
[λόγ. < γαλλ. endogam(ie) ή αγγλ. endogam(y) < endo- = ενδο- + αρχ. γάμ(ος) -ία]
- ενδογένεση η [enδojénesi] Ο33 : (βιολ.) παραγωγή κυττάρων στο εσωτερικό άλλων κυττάρων.
[λόγ. < νλατ. endogenesis < endo- = ενδο- + αρχ. γένε(σις) -ση]
- ενδογενής -ής -ές [enδojenís] Ε10 : που γεννιέται, δημιουργείται ή προκαλείται από εσωτερικούς παράγοντες: Ενδογενείς δυσχέρειες. Ενδογενείς παράγοντες / αιτίες.
ενδογενώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐνδογενής `γεννημένος στο σπίτι΄ σημδ. γαλλ. endogène ή αγγλ. endogenous < endo- = ενδο- + -gène, -genous = -γενής· λόγ. ενδογεν(ής) -ώς]
- ενδόδερμα το [enδóδerma] Ο49 : (βιολ., ανατ.) το εσωτερικό στρώμα εμβρυϊκών κυττάρων στο έμβρυο των περισσότερων πολυκύτταρων οργανισμών.
[λόγ. < διεθ. endo- = ενδο- + -derm < αρχ. δέρμα]



