Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εν
466 εγγραφές [451 - 460]
ενυπόγραφος -η -ο [enipóγrafos] Ε5 : (για έγγραφο, κείμενο κτλ.) που έχει την υπογραφή κάποιου, ως στοιχείο που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει την εγκυρότητα, τη γνησιότητα, την ανάληψη ευθύνης κτλ.· (πρβ. υπογεγραμμένος, επώνυμος). ANT ανυπόγραφος: Ενυπόγραφο έγγραφο / κείμενο / άρθρο. Ενυπόγραφη επιστολή / εγκύκλιος / εντολή. Ενυπόγραφη καταγγελία / μαρτυρία. ενυπόγραφα & ενυπογράφως ΕΠIΡΡ θέτοντας υπογραφή (σε σχετικό έγγραφο): Kαταγγέλλω ~.

[λόγ. < μσν. ενυπόγραφος < εν- υπογραφ(ή) -ος· λόγ. ενυπόγραφ(ος) -ως]

ενυπόθηκος -η -ο [enipóθikos] Ε5 : α.εξασφαλισμένος με υποθήκη: Ενυπόθηκο δάνειο. β. (σπανιότ.) για ακίνητο που βαρύνεται με υποθήκη· υποθηκευμένος: Ενυπόθηκο ακίνητο.

[λόγ.: α: μσν. ενυπόθηκος < εν- υποθήκ(η) -ος· β: σημδ. γαλλ. hypothéqué]

ενυπόστατος -η -ο [enipóstatos] Ε5 : (λόγ.) που έχει υπόσταση, που υπάρχει πράγματι. ANT ανυπόστατος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνυπόστατος]

ενώ [enó] σύνδ. : I.χρονικός· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις. 1. δηλώνει πράξη η οποία, την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη στο παρελθόν, διακόπηκε από μια άλλη· ενόσω, καθώς: ~ ετοιμαζόμουν να βγω έξω, χτύπησε το τηλέφωνο. 2. προσδιορίζει πράξη που συμβαίνει, διαρκεί συγχρόνως, παράλληλα με την πράξη της κύριας πρότασης· καθώς, ενόσω, όσο: ~ θα ετοιμάζεις τις φωτοτυπίες, εγώ θα δακτυλογραφώ και το υπόλοιπο κείμενο. II. αντιθετικός· εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις. 1. εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς το νόημα της κύριας πρότασης που ο ομιλητής το θεωρεί πραγματικό· αν και, μολονότι, παρόλο που: Tον προσέλαβαν ~ δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα. || ~ είπαν ότι θα κάνει καλό καιρό, ξαφνικά άρχισε να βρέχει. 2. συγχρόνως και με αιτιολογική σημασία, κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις που συχνά επιλέγονται για να μετριάσουν ενδεχόμενη αρνητική εκφορά· αφού: Πώς να δεχτώ τα χρήματα ~ ξέρω ότι δεν είστε σε καλή οικονομική κατάσταση;

[μσν. ενώ < αρχ. φρ. ἐν ᾧ]

ένωμα το [énoma] Ο49 : (προφ.) ένωση1. α. η σύνδεση αντικειμένων, πραγμάτων, χώρων κτλ., έτσι ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. β. το σημείο στο οποίο είναι ενωμένα μεταξύ τους δύο αντικείμενα: Για να μη φαίνεται το ~ έραψε από πάνω ένα κομμάτι δέρμα.

[ενώ(νω) -μα (πρβ. ελνστ. ἕνωμα `συγκεκριμένη ενότητα΄)]

ενωματάρχης ο [enomatárxis] Ο10 : (προφ.) ενωμοτάρχης.

[< νωματάρχης με επίδρ. του ενωμοτάρχης]

ενωμοτάρχης ο [enomotárxis] Ο10 : α.(παλαιότ.) βαθμός υπαξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον υπενωμοτάρχη και κατώτερος από τον ανθυπασπιστή. β. (παρωχ., στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, επικεφαλής ενωμοτίας.

[λόγ. < αρχ. ἐνωμοτάρχης `διοικητής ἐνωμοτίας΄]

ενωμοτία η [enomotía] Ο25 : α.(παρωχ., στρατ.) η μικρότερη στρατιωτική υποδιαίρεση, από δέκα ως δώδεκα άντρες. β. ομάδα προσκόπων.

[λόγ. < αρχ. ἐνωμοτία `ομάδα ορκισμένων, σώμα του σπαρτιατικού στρατού΄, ελνστ. σημ.: `τέταρτο του λόχου΄]

ενώνω [enóno] -ομαι Ρ1 : 1α.συνδέω δύο ή περισσότερα αντικείμενα με οποιονδήποτε τρόπο (με συρραφή, με συγκόλληση κτλ.) και έτσι ώστε το ένα να είναι συνέχεια του άλλου: ~ δύο κομμάτια ύφασμα (με ραφή). ~ δύο κομμάτια σκοινί, δένω το ένα με το άλλο. ~ δύο καλώδια. β. συνδέω δύο χώρους ώστε να αποτελούν κατά κπ. τρόπο έναν ή να επικοινωνούν: Ένωσε τα δύο διαμερίσματα, γκρεμίζοντας τον ενδιάμεσο τοίχο. H διώρυγα ενώνει δύο θάλασσες και χωρίζει δύο στεριές. || H σήραγγα ενώνει την Aγγλία με την Ευρώπη. || H γέφυρα ενώνει το νησάκι με την απέναντι ξηρά. 2. για ό,τι συνδέει ψυχικά και πνευματικά: Mας ενώνει αδελφική φιλία. Mας ενώνει το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Tους ενώνει ο κοινός στόχος. || Ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. ΦΡ ~ την τύχη* μου με κπ. || Ένωσαν τα χέρια / τα χείλη. 3α. για τη δημιουργία οργανισμού συνεργασίας, σύμπραξης ή ενιαίας διοίκησης προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών: Ενωμένα Aραβικά Εμιράτα. β. για την εκούσια υπαγωγή αυτόνομης χώρας στην κεντρική εξουσία ομοεθνούς κράτους: Tα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864. γ. συμπαρατάσσω για την επιτυχία σκοπού: Aν ενώσουμε τις δυνάμεις μας, θα γίνουμε ακατανίκητοι. || (παθ.) συμπαρατάσσομαι: Ενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές και ενώθηκαν με τους επαναστάτες. 4. (χημ.): Ενώνουμε υδρογόνο και οξυγόνο και παράγεται νερό.

[μσν. ενώνω < αρχ. ἑν(ῶ) -ώνω]

ενώπιον [enópion] επίρρ. : (λόγ.) με γενική προσώπου, μπροστά σε κπ.· παρουσία κάποιου: ~ μαρτύρων. Ό,τι λες τώρα θα το επαναλάβεις και ενώπιόν του. (έκφρ.) ~ Θεού και ανθρώπων, για ηθική δέσμευση.

[λόγ. < ελνστ. επίρρ. ἐνώπιον (< αρχ. ἐνώπιος)]

< Προηγούμενο   1... 43 44 45 [46] 47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες