Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 466 εγγραφές [431 - 440] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντρόπιο το [endrópio] Ο40 : (ιατρ.) παθολογική στροφή της άκρης των βλεφάρων προς τα μέσα.
[λόγ. < γαλλ. entropion < en- = εν- -tropion < αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ion = -ιον]
- εντρύφημα το [endrífima] Ο49 : (λόγ.) α. ό,τι προσφέρει ιδιαίτερη πνευματική απόλαυση, ευχαρίστηση. β. πνευματικό έργο που είναι αποτέλεσμα εντρύφησης.
[λόγ. < ελνστ. ἐντρύφημα]
- εντρύφηση η [endrífisi] Ο33 : η απασχόληση με ό,τι προσφέρει μια ιδιαίτερη πνευματική ευχαρίστηση, απόλαυση: H εντρύφησή του σε θέματα αισθητικής.
[λόγ. εντρυφη- (εντρυφώ) -σις > -ση]
- εντρυφώ [endrifó] Ρ10.1α : (λόγ.) ασχολούμαι με κτ., επιδίδομαι σε πνευματική κυρίως απασχόληση, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, απόλαυση: Εντρυφούν στη μελέτη της φιλοσοφίας.
[λόγ. < αρχ. ἐντρυφῶ]
- έντυπος -η -ο [éndipos] Ε5 : 1.(για κείμενο, σχέδιο κτλ.) που είναι τυπωμένος σε χαρτί· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα χειρόγραφος, δακτυλόγραφος κτλ.): Έντυπη έκδοση / διακήρυξη / προκήρυξη. Έντυπη απόδειξη / αίτηση. || Έντυποι χάρτες. Έντυπες εικόνες. Έντυπο φυλλάδιο. 2. (ως ουσ.) το έντυπο, για περιοδικά, εφημερίδες, φυλλάδια, ή φύλλα χαρτιού με τυπωμένο κείμενο ή εικόνα: Πολιτικά / προπαγανδιστικά / διαφημιστικά έντυπα. Συμπληρώστε και υπογράψτε το έντυπο. Έντυπο αίτησης / υπεύθυνης δήλωσης / συμβολαίου. 3. που χρησιμοποιεί την τυπογραφία (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το ηλεκτρονικός): Έντυπη δημοσιογραφία. Έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Ο τύπος, ο ~ και ο ηλεκτρονικός.
[λόγ. < ελνστ. ἔντυπος `που δέχεται σφραγίδα΄ σημδ. γαλλ. imprimé & αγγλ. print, printed]
- εντυπώνω [endipóno] -ομαι Ρ1 : χαράζω, αποτυπώνω κτ. στο νου, στη μνήμη, στη φαντασία μου: Ό,τι θα ακούσεις να το εντυπώσεις καλά στο νου σου. || (συνήθ. παθ.): Mορφές που έχουν καλά εντυπωθεί στη μνήμη μας.
[λόγ. < αρχ. ἐντυπ(ῶ) -ώνω `αποτυπώνω εικόνα με σφραγίδα ή με ζωγραφική΄ σημδ. γαλλ. empreindre]
- εντύπωση η [endíposi] Ο33 : 1.(και ψυχ.) αποτέλεσμα (συναίσθημα, σκέψη) που προκαλείται στη συνείδησή μας από την αντίληψη εξωτερικού ερεθίσματος (γεγονότος, φαινομένου κτλ.), μέσο των αισθήσεων και χωρίς τη μεσολάβηση της κρίσης: Οι πρώτες εντυπώσεις. H τελευταία ~. Zωηρή / καλή / άριστη / κακή / ευχάριστη / δυσάρεστη / ελεεινή ~. Θετική / αρνητική ~. || (έκφρ.) κάνω ~, προκαλώ το ζωηρό ενδιαφέρον, την έντονη προσοχή άλλου. μου κάνει ~, μου προκαλεί το ενδιαφέρον, την προσοχή. 2. για γνώμη, κρίση, ιδέα κάπως αβέβαιη: Έχω την ~ ότι
, νομίζω, πιστεύω, μου φαίνεται ότι
: Έχω την ~ ότι συμφωνείς. Mου έδωσε / με άφησε με την ~ ότι θα ξανάρθει. Ποια ~ αποκόμισες / σχημάτισες από όσα είπε; Πόλεμος* / μάχη εντυπώσεων. || για γνώμη, ιδέα κτλ. που στηρίζεται στα φαινόμενα και όχι στην ουσία: Kαλλιεργώ εντυπώσεις. Δε μένει στις εντυπώσεις, αλλά εξετάζει την ουσία των φαινομένων.
[λόγ. < ελνστ. ἐντύπω(σις) -ση `αποτύπωση με χτύπημα΄ σημδ. γαλλ. impression]
- εντυπωσιάζω [endiposiázo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ σε κπ. ζωηρή, καλή εντύπωση, συγκίνηση, ενδιαφέρον, προσοχή κτλ.: Tο θέαμα εντυπωσίασε το κοινό. Mε εντυπωσίασε η πρωτοτυπία του. Στην προσπάθειά του να μας εντυπωσιάσει, δεν απέφυγε τις υπερβολές. || (παθ.) κυριαρχούμαι από μια ζωηρή εντύπωση: Εντυπωσιάστηκα με την ομορφιά του τοπίου. Εντυπωσιασμένοι από το μεγαλειώδες θέαμα.
[λόγ. εντύπωσι(ς) -άζω]
- εντυπωσιακός -ή -ό [endiposiakós] Ε1 : που εντυπωσιάζει, που προκαλεί ζωηρή, έντονη εντύπωση (συγκίνηση, ενδιαφέρον, προσοχή κτλ.): Εντυπωσιακή παρουσία / εμφάνιση / ομορφιά. Εντυπωσιακό θέαμα. Εντυπωσιακή βελτίωση / πρόοδος.
εντυπωσιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εντύπωσι(ς) -ακός]
- εντυπωσίαση η [endiposíasi] Ο33 : εντυπωσιασμός.
[λόγ. εντυπωσια- (εντυπωσιάζω) -σις > -ση]



