Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενόραση η [enórasi] Ο33 : 1.(φιλοσ.) τρόπος γνώσης άμεσος, χωρίς την παρέμβαση του λογικού: H ~ είναι γνώση άμεση, ζωντανή, προσωπική, βιωματική. H ~ αντιπαρατίθεται στη διάμεση γνώση, αυτήν που αποκτάται μέσο μιας συλλογιστικής διαδικασίας. Tη στιγμή της ενόρασης, το πνεύμα φωτίζεται μυστηριωδώς και συλλαμβάνει μιαν αλήθεια που η διάμεση διαδικασία αδυνατούσε να την αποκαλύψει. 2. η ικανότητα κάποιου να έχει συνείδηση πραγμάτων που δεν είναι αντιληπτά με τις φυσικές αισθήσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἐνόρα(σις) `θέαση του θεού΄ -ση σημδ. γερμ. Εinsicht, συν. του Εrkenntnis]