Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εντωμεταξύ [endometaksí] επίρρ. χρον. : με αναφορά στο χρόνο που μεσολαβεί, όσο να εκτελεστεί η προηγούμενη πράξη· στο μεταξύ: Θα επιστρέψω πολύ σύντομα· ~ ετοιμάσου.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν τῷ μεταξύ (ενν. χρόνῳ)]



