Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εντωμεταξύ
1 item total
εντωμεταξύ [endometaksí] επίρρ. χρον. : με αναφορά στο χρόνο που μεσολαβεί, όσο να εκτελεστεί η προηγούμενη πράξη· στο μεταξύ: Θα επιστρέψω πολύ σύντομα· ~ ετοιμάσου.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν τῷ μεταξύ (ενν. χρόνῳ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go