Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ενιαίος
1 item total
ενιαίος -α -ο [eniéos] Ε4 : που αποτελεί ένα όλο, μία ενότητα, που υπάρχει, είναι οργανωμένος, παρουσιάζεται, λειτουργεί, δρα κτλ. ως ένα: Ενιαίο μέτωπο. Ενιαίες συμμαχικές δυνάμεις. Ενιαία αλφαβήτιση ονομάτων και τοπωνυμίων. Οι ηγέτες όλων των δημοκρατικών οργανώσεων συμφώνησαν στη συγκρότηση ενός ενιαίου κόμματος. ενιαία & (λόγ.) ενιαίως ΕΠIΡΡ κατά τρόπο ενιαίο.

[λόγ. < ελνστ. ἑνιαῖος, ἑνιαίως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go