Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενθυμούμαι
1 εγγραφή
ενθυμούμαι [enθimúme] Ρ10.9β : (λόγ.) θυμάμαι: Δεν ~ να έχω υπογράψει παρόμοιο έγγραφο.

[λόγ. < αρχ. ἐνθυμοῦμαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄ σημδ. νεοελλ. θυμάμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες