Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενζενί
1 εγγραφή
ενζενί [enzení] Ε (άκλ.) : (θεατρ.) για ρόλο αφελούς και απλοϊκής νέας κοπέλας: Kαθιερώθηκε σε ρόλους ~.

[λόγ. < γαλλ. ingénu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες