Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεστωτικός
1 εγγραφή
ενεστωτικός -ή -ό [enestotikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στον ενεστώτα: Ενεστωτικοί τύποι. Ενεστωτικές καταλήξεις. Ενεστωτικό θέμα. ~ αναδιπλασιασμός.

[λόγ. ενεστώτ(ας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες