Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδο
49 εγγραφές [41 - 49]
ενδότατος -η -ο [enδótatos] Ε5 : που βρίσκεται μέσα στο πιο βαθύ σημείο· βαθύτατος, εσώτατος· (πρβ. ενδότερος): Ενδότατη επιθυμία, βαθύτατη· (πρβ. ενδόμυχη). || (ως ουσ.) τα ενδότατα, το πιο βαθύ σημείο. (επιρρ. έκφρ.) στα ενδότατα, στα βάθη, στα κατάβαθα: Συναισθήματα κρυμμένα στα ενδότατα της ψυχής, στα ενδόμυχα.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδότατος]

ενδότερος -η -ο [enδóteros] Ε5 : που βρίσκεται σε ένα βαθύτερο σημείο ενός εσωτερικού χώρου (πραγματικού ή νοητού)· (πρβ. ενδότατος): Ενδότερή του επιθυμία ήταν να φύγει, βαθύτερη επιθυμία του. Aυτή μόνο γνώριζε τις ενδότερες επιθυμίες / σκέψεις του· (πρβ. ενδόμυχος). Οι ενδότερες περιοχές της Aσίας. || (ως ουσ.) τα ενδότερα, για τόπο που βρίσκεται σε ένα βαθύτερο σημείο ενός εσωτερικού χώρου, συνήθ. ειρωνικά: Προχωρήστε στα ενδότερα. (επιρρ. έκφρ.) στα ενδότερα, στα βάθη, στα κατάβαθα: Tι κρύβουμε στα ενδότερα της ψυχής μας και εμείς οι ίδιοι καλά καλά δεν ξέρουμε.

[λόγ. < μσν. ενδότερος < ελνστ. *ἐνδότερος (πρβ. ελνστ. επίρρ. ἐνδοτέρω)]

ενδοτικός -ή -ό [enδotikós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) που έχει τη διάθεση ή την τάση να ενδίδει, να υποχωρεί· υποχωρητικός: Mη δείχνεις τόσο ~, υποχωρητικός. Ενδοτική πρόταση / πολιτική / τακτική. Ενδοτική συμπεριφορά. 2. (γραμμ.): Ενδοτική πρόταση, δευτερεύουσα πρόταση που δηλώνει παραχώρηση· παραχωρητική.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐνδοτικός· 2: σημδ. γερμ.(;) konzessiv]

ενδοτικότητα η [enδotikótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ενδοτικού: Ενθαρρυμένοι από την ενδοτικότητά του, συνέχισαν να τον πιέζουν.

[λόγ. ενδοτικ(ός) -ότης > -ότητα]

ενδοφθάλμιος -α -ο [enδofθálmios] Ε6 : (ιατρ.) που βρίσκεται στο εσωτερικό του οφθαλμού: Ενδοφθάλμια πίεση.

[λόγ. ενδ(ο)- + οφθαλμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. intraoculaire]

ενδοφλεβικός -ή -ό [enδoflevikós] Ε1 : (ιατρ.) που εντοπίζεται, γίνεται ή υπάρχει στο εσωτερικό των φλεβών· (πρβ. ενδοφλέβιος): Ενδοφλεβική φλεγμονή, ενδοφλεβίτιδα.

[λόγ. ενδο- + φλεβ- (δες φλέβα) -ικός μτφρδ. γαλλ. intraveineux]

ενδοφλέβιος -α -ο [enδoflévios] Ε6 : (ιατρ.) που γίνεται σε φλέβα, διά μέσου μιας φλέβας· (πρβ. ενδοφλεβικός): Ενδοφλέβια ένεση. Ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκου. Ενδοφλέβια νάρκωση / διατροφή. ενδοφλεβίως ΕΠIΡΡ: Tο φάρμακο χορηγείται ~.

[λόγ. ενδο- + φλεβ- (δες φλέβα) -ιος μτφρδ. γαλλ. intraveineux· λόγ. ενδοφλέβι(ος) -ως]

ενδοφλεβίτιδα η [enδoflevítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του εσωτερικού χιτώνα των φλεβών.

[λόγ. < αγγλ. endophlebitis < endo- = ενδο- + αρχ. φλεβ- (δες φλέβα) -itis = -ίτις > -ίτιδα]

ενδοχώρα η [enδoxóra] Ο25 : εδαφική περιοχή που εκτείνεται πίσω από παραθαλάσσιο τόπο (οικισμό, λιμάνι) και έχει στενούς οικονομικούς, πολιτικούς κτλ. δεσμούς με αυτόν: Kατέλαβαν το λιμάνι και ένα μικρό μέρος της ενδοχώρας του.

[λόγ. ενδο- + χώρα μτφρδ. γερμ. Hinterland]

< Προηγούμενο   1 2 3 4 [5]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες