Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδίδω [enδíδω] Ρ αόρ. ενέδωσα, απαρέμφ. ενδώσει : υποχωρώ, κάμπτομαι, υποκύπτω: ~ στις πιέσεις / στις παρακλήσεις / στις απαιτήσεις / στις προτάσεις άλλου. Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
[λόγ. < αρχ. ἐνδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]



