Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εναλλαγή η [enalají] Ο29 : η ενέργεια του εναλλάσσω, διαδοχική αλλαγή και αντικατάσταση του ενός από το άλλο: Σταθερή / κανονική / διαρκής ~. H ~ ημέρας και νύχτας. H ~ τονισμένων και άτονων συλλαβών. H ~ των μεγαλύτερων κομμάτων στην εξουσία. || (βιολ.) ~ της ύλης, μεταβολισμός.
[λόγ. < ελνστ. ἐναλλαγή `ανταλλαγή, ποικιλία΄ & σημδ. γαλλ. alternance, alternation]



