Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εναλλάσσω [enaláso] -ομαι Ρ2.2 μπε. εναλλασσόμενος* : αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, θέτω διαδοχικά και κατ΄ επανάληψη στη θέση του ενός το άλλο: Εναλλάσσει το κωμικό με το τραγικό στοιχείο. || (παθ.) αντικαθίσταμαι από άλλον και τον αντικαθιστώ διαδοχικώς και κατ΄ επανάληψη: Οι φρουροί εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες. Tο τραγικό εναλλάσσεται με το κωμικό. Tετράστιχη στροφή από οχτασύλλαβους και εφτασύλλαβους τροχαϊκούς στίχους που εναλλάσσονται.
[λόγ. < αρχ. ἐναλλάσσω `αντικαθιστώ΄]



