Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπτυσμός ο [emptizmós] Ο17 : (λόγ.) το φτύσιμο, κυρίως ως εκδήλωση περιφρόνησης, βδελυγμίας κτλ. προς κπ. (λόγ. έκφρ.) είναι άξιος εμπτυσμού, για κπ. που προκαλεί αποστροφή, αηδία, περιφρόνηση, έντονη αποδοκιμασία· ΣYN έκφρ. είναι για φτύσιμο.
[λόγ. < μσν. εμπτυσμός < αρχ. ἐμπτυσ- (ἐμπτύω) `φτύνω μέσα΄ -μός]



