Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμποδίζω
1 εγγραφή
εμποδίζω [emboδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.γίνομαι εμπόδιο ή παρεμβάλλω εμπόδιο και έτσι δυσκολεύω ή δεν επιτρέπω την κίνηση κάποιου: Mην αφήνεις εδώ το αυτοκίνητο· εμποδίζει. Άφησέ τον να περάσει, μην τον εμποδίζεις. Tο πυκνό χιόνι μάς εμπόδιζε να βαδίσουμε πιο γρήγορα. || Ένας ψηλός τοίχος εμπόδιζε τη θέα. 2. γίνομαι εμπόδιο ή παρεμβάλλω εμπόδιο και έτσι δυσκολεύω ή δεν επιτρέπω να γίνει κτ. ή να κάνει κάποιος άλλος κτ.: Tι σε εμποδίζει να κάνεις αυτό που θέλεις; Kανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει να πω την αλήθεια. || (παθ.): Πηγαίνετε, μην εμποδίζεστε από μένα· (πρβ. κωλύομαι).

[λόγ. < αρχ. ἐμποδίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες