Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπειροπόλεμος
1 εγγραφή
εμπειροπόλεμος -η -ο [embiropólemos] Ε5 : που έχει, αρκετή ή πολλή, εμπειρία σε πολεμικές επιχειρήσεις: Aξιόμαχο και εμπειροπόλεμο στράτευμα. Εμπειροπόλεμη δύναμη. Εμπειροπόλεμοι στρατιώτες.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπειροπόλεμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες