Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπειρογνώμων ο [embiroγnómon] θηλ. εμπειρογνώμων [embiroγnó mon] Ο : (λόγ.) εμπειρογνώμονας.
[λόγ. έμπειρ(ος) -ο- + γνώμ(η) -ων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. έμπειρ(ος) -ο- + γνώμ(η) -ων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |