Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπίπτω
1 εγγραφή
εμπίπτω [embípto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενέπιπτα : (λόγ.) είμαι μέσα σε κάποια προβλεπόμενα προκαθορισμένα όρια· περιλαμβάνομαι: Tο ζήτημα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μου / στη δικαιοδοσία μου, δεν ανήκει. H περίπτωση εμπίπτει στις προβλέψεις / στις ρυθμίσεις του νόμου. || Tα αδικήματα εμπίπτουν στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.

[λόγ. < αρχ. ἐμπίπτω `πέφτω μέσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες