Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμμηνορρυσιακός
1 εγγραφή
εμμηνορρυσιακός -ή -ό [eminorisiakós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στην εμμηνόρροια ή εμμηνορρυσία· εμμηνορροϊκός: Εμμηνορρυσιακή λειτουργία. ~ κύκλος.

[λόγ. εμμηνορρυσί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες