Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμβολή η [emvolí] Ο29 : I.(ιατρ.) η απόφραξη αιμοφόρου αγγείου, από θρόμβο αίματος ή άλλο σωματίδιο, και οι προκαλούμενες παθολογικές διεργασίες: Πνευμονική ~. ~ σε στεφανιαία αρτηρία. II. (λόγ., ναυτ.) επίθεση αγήματος πλοίου για την κατάληψη άλλου, ύστερα από πλεύρισμα ή εμβολισμό· ρεσάλτο: Άγημα εμβολής. Aπόπειρα / απόκρουση εμβολής.
[λόγ.: ΙΙ: αρχ. ἐμβολή· Ι: σημδ. γαλλ. embolie (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐμβολή `βάλσιμο μέσα, χτύπημα΄]



