Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελκυστικός
1 εγγραφή
ελκυστικός -ή -ό [elkistikós] Ε1 : α.ελκτικόςα. β. (μτφ.) που έχει την ικανότητα να ελκύει, να τραβά προς τον εαυτό του την προσοχή και το ενδιαφέρον άλλων, και να τους θέλγει, να τους γοητεύει· θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός: Ελκυστική φυσιογνωμία. Ελκυστικοί τρόποι. Ελκυστικό θέαμα / ανάγνωσμα. ελκυστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἑλκυστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες