Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελευθεροτέκτονας
1 εγγραφή
ελευθεροτέκτονας ο [elefθerotéktonas] Ο5 : τέκτονας.

[λόγ. ελεύθερ(ος) -ο- + τέκτων > τέκτονας μτφρδ. αγγλ. freemason]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες