Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελεήμων [eleímon] Ε (βλ -ων -ων -ον) : (λόγ.) που δείχνει ευσπλαχνία και προσφέρει τη βοήθειά του σε όσους δυστυχούν· ελεήμονας, φιλεύσπλαχνος, φιλάνθρωπος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐλεήμων]



