Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελέγχω
1 εγγραφή
ελέγχω [eléŋxo] -ομαι Ρ αόρ. έλεγξα και (λόγ.) ήλεγξα, απαρέμφ. ελέγξει, παθ. αόρ. ελέγχθηκα, απαρέμφ. ελεγχθεί, μππ. ελεγμένος και ηλεγμένος* : 1α.ερευνώ κτ. για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητά του, την αξία του, την ικανότητά του: ~ τα στοιχεία / τα εισιτήρια. ~ ένα συλλογισμό / ένα σχέδιο / μια εργασία. β. εξετάζω και ανασκευάζω. 2. περιορίζω, συγκρατώ, αναχαιτίζω: ~ την εξάπλωση της επιδημίας. H πυρκαγιά ελέγχεται. 3. επικρίνω, επιπλήττω: Δεν τον ελέγχει η συνείδησή του. 4. ενεργώ έτσι ώστε να μπορώ να διευθύνω, να κατευθύνω, να διευθετώ κτ.: ~ το αυτοκίνητο. Δεν ελέγχει την κατάσταση. 5. διοικώ, εξουσιάζω: Tα εχθρικά στρατεύματα ελέγχουν τη γύρω περιοχή. 6. (μτφ.) χαλιναγωγώ: Δεν ελέγχει τις πράξεις του / τα νεύρα του. 7. επιβλέπω, παρακολουθώ: Kαθόταν στη βεράντα, για να ελέγχει τα παιδιά που έπαιζαν στον κήπο.

[λόγ. < αρχ. ἐλέγχω και κατά τις σημ. της λ. έλεγχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες