Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελάφι το [eláfi] Ο44 θηλ. ελαφίνα [elafína] Ο26 : α. δασόβιο, θηλαστικό, μηρυκαστικό ζώο, με λεπτά και ψηλά πόδια, αρμονικό και ωραίο κορμό, και (στο αρσενικό μόνο) οστέινες εκφύσεις στο μέτωπο που διακλαδίζονται σε διάφορα σχήματα: Tο ~ έχει εξαιρετικά αναπτυγμένες αισθήσεις και τρέπεται έγκαιρα και γρήγορα σε φυγή. β. (θηλ., μτφ.) για ωραία και λυγερή γυναίκα.
ελαφάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό του ελαφιού· ελαφόπουλο. [μσν. ελάφι(ν) < ελνστ. ἐλάφιον υποκορ. του αρχ. ἔλαφος· μσν. ελαφίνα < ελάφ(ι) -ίνα]
- ελαφίσιος -α -ο [elafísxos] Ε4 : που ανήκει σε ελάφι ή προέρχεται από αυτό: Ελαφίσιο κρέας. || που ταιριάζει σε ελάφι, που μοιάζει με του ελαφιού: Ελαφίσιο τρέξιμο, πολύ γρήγορο. Ελαφίσιο βάδισμα / πάτημα, ελαφρύ και χαριτωμένο.
[ελάφ(ι) -ίσιος]



