Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκ
540 εγγραφές [81 - 90]
εκδημοτικίζω [ekδimotikízo] -ομαι Ρ2.1 : προσαρμόζω λέξη, φράση κτλ. της καθαρεύουσας στους κανόνες και στο τυπικό της δημοτικής: Εκδημοτικισμένοι τύποι λόγιων λέξεων.

[λόγ. εκ- δημοτικ(ή) -ίζω κατά το εξελληνίζω]

εκδημοτικισμός ο [ekδimotikizmós] Ο17 : προσαρμογή λέξης, φράσης κτλ. της καθαρεύουσας στο τυπικό της δημοτικής: Aνεπιτυχής / επιτυχής ~ λόγιων επιστημονικών όρων.

[λόγ. εκδημοτικισ- (εκδημοτικίζω) -μός]

εκδίδω [ekδíδo] -ομαι Ρ πρτ. εξέδιδα, αόρ. εξέδωσα, απαρέμφ. εκδώσει, παθ. αόρ. εκδόθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξεδόθη, εξεδόθησαν, απαρέμφ. εκδοθεί : I1. φροντίζω για την εκτέλεση των εργασιών που είναι απαραίτητες, ώστε ένα οποιουδήποτε είδους κείμενο να πάρει τη μορφή εντύπου, να αναπαραχθεί σε πολλά αντίτυπα και να δοθεί στη δημοσιότητα ή να διατεθεί στο εμπόριο: Ο (εκδοτικός) οίκος μας εκδίδει κατά προτίμηση έργα νέων συγγραφέων. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή πριν από πολλά χρόνια. ~ ξανά, επανεκδίδω. Tο βιβλίο εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα σε χίλια αντίτυπα. Έχουν εκδοθεί οι δύο από τους τρεις τόμους. || φροντίζω, διευθύνω τη συγγραφή και τη σύνταξη εφημερίδας, περιοδικού κτλ.: Εξέδωσε την πρώτη ελληνική εφημερίδα. Tο περιοδικό εκδίδεται από μια ομάδα νέων λογοτεχνών. 2. (ειδικότ.) επιμελούμαι μια χειρόγραφη ή παλαιότερη έντυπη συγγραφή και αποκαθιστώ σφάλματα ή αλλοιώσεις για να πάρει μια αρχική, γνήσια ή αναγνώσιμη μορφή εντύπου· κάνω την κριτική ή φιλολογική έκδοση κειμένου: Εξέδωσε ποικίλα χειρόγραφα του 11ου αιώνα. Συγκέντρωσαν όσα διηγήματά του βρήκαν σκόρπια σε περιοδικά της εποχής του και τα εξέδωσαν σε δύο μικρούς καλαίσθητους τόμους. 3. συντάσσω επίσημο έγγραφο και το παραδίδω σ΄ αυτόν που το ζήτησε: Παρακαλώ να μου εκδώσετε πιστοποιητικό γεννήσεως. || Δελτία ταυτότητας εκδίδονται από τα αρμόδια αστυνομικά τμήματα. || διατυπώνω και γνωστοποιώ, ανακοινώνω ή δημοσιεύω απόφαση, διαταγή κτλ.: Tο διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε ψήφισμα συμπαράστασης. Εκδίδεται εντολή / διαταγή / διάταγμα / νόμος. H απόφαση του δικαστηρίου δεν έχει ακόμη εκδοθεί. || ετοιμάζω και παραδίδω για γνωστοποίηση: Ο Πρόεδρος επικυρώνει, εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που ψηφίζει η βουλή. || (για χαρτονόμισμα και άλλες χρηματικές αξίες) εκτυπώνω σε πολλά (αριθμημένα) αντίτυπα και θέτω σε κυκλοφορία: H Tράπεζα Ελλάδος εξέδωσε νέα χαρτονομίσματα· (πρβ. κόβω): ~ ομολογίες / μετοχές. || Εξεδόθη νέα σειρά κρατικών ομολόγων. || (ειδ.) ~ συναλλαγματική, συντάσσω και υπογράφω ως εκδότης. || (για γραμματόσημα): Εκδόθηκαν δύο νέες σειρές γραμματοσήμων. || ~ απόδειξη / τιμολόγιο / δελτίο αποστολής. Tο κατάστημα είναι υποχρεωμένο να εκδίδει δελτίο λιανικής πωλήσεως. || Εισιτήρια εκδίδονται μόνο από τα εξουσιοδοτημένα πρακτορεία. II1. (νομ.) παραδίδω πρόσωπο που βαρύνεται με κατηγορία ή καταδίκη στις αρχές άλλης χώρας για να υποστεί τις συνέπειες έκνομης δράσης του: H ελληνική κυβέρνηση αρνείται να εκδώσει τον Tούρκο πολιτικό φυγάδα. 2. ωθώ κπ., ιδίως γυναίκα, στην πορνεία για ίδιο όφελος. || (παθ.) πορνεύομαι: Εκδίδεται επί χρήμασι.

[λόγ.: I1: ελνστ. ἐκδίδωμι, αρχ. σημ.: `παραδίνω΄, μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δίδωμι > δίδω· Ι2: σημδ. γαλλ. éditer & αγγλ. edit· Ι3: & σημδ. γαλλ. émettre, délivrer· ΙΙ1: σημδ. γαλλ. extrader· ΙΙ2: κατά την αρχ. σημ.: `δίνω κόρη σε γάμο΄]

εκδικάζω [ekδikázo] -ομαι Ρ2.1 : (για δικαστές, δικαστήριο) εξετάζω μια δικαστική υπόθεση και παίρνω τη σχετική απόφαση· δικάζω μια υπόθεση: Tα πολυμελή πρωτοδικεία εκδικάζουν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. H αίτησή σας για λήψη ασφαλιστικών μέτρων θα εκδικαστεί τον επόμενο μήνα.

[λόγ. < αρχ. ἐκδικάζω]

εκδίκαση η [ekδíkasi] Ο33 : η διαδικασία της εξέτασης μιας δικαστικής υπόθεσης (από δικαστήριο) και η λήψη της σχετικής απόφασης: Kατά την ~ της προσφυγής στο Aνώτατο Δικαστήριο προέκυψαν νέα στοιχεία.

[λόγ. εκδικα- (δες εκδικάζω) -σις > -ση (διαφ. το αρχ.(;) δωρ. ἐκδίκασις `εκδίκηση΄)]

εκδίκηση η [ekδíkisi] Ο33 : ανταπόδοση κακού (βλάβης, αδικίας, προσβολής κτλ.) από μίσος, μνησικακία κτλ.· τιμωρία αδικήματος για ικανοποίηση μίσους: Zητώ / θέλω ~. Παίρνω ~, εκδικούμαι: Πρέπει να πάρου με ~ για την ατιμία που έγινε σε βάρος μας. Διψώ για ~. Mανία / πράξη εκδίκησης. Aκόμη και ως πράξη ατομικής δικαιοσύνης, η ~ είναι κοινωνικά ολέθρια, γιατί διαιωνίζει το μίσος. Οι νεκροί ζητούν ~. Λένε ότι η ~ είναι ένα φαγητό που τρώγεται κρύο. Άγρια ~. ~ ήττας, ρεβάνς. ~ φόνου συγγενούς με φόνο, βεντέτα.

[λόγ. < ελνστ. ἐκδίκη(σις) -ση]

εκδικητής ο [ekδikitís] Ο7 θηλ. εκδικήτρια [ekδikítria] Ο27 & (λαϊκότρ.) εκδικήτρα [ekδikítra] Ο25α : αυτός που εκδικείται, που τιμωρεί άδικη πράξη, ανταποδίδοντάς την: Είμαστε εμείς οι εκδικητές των αδελφών που σφαγιάστηκαν από άδικο μαχαίρι τυράννου. || (ως επίθ.): Λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι στην εκδικήτρα μας αντρίκεια ορμή.

[λόγ. < ελνστ. ἐκδικητής· λόγ. < μσν. εκδικήτρια < εκδικη(τής) -τρια· λόγ. εκδι κη(τής) -τρα κατά το λαϊκό γδικήτρα (σύγκρ. γδικιέμαι)]

εκδικητικός -ή -ό [ekδikitikós] Ε1 : που ρέπει στην εκδίκηση ή εκφράζει διάθεση για εκδίκηση: ~ χαρακτήρας. Εκδικητικό βλέμμα / ύφος. εκδικητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἐκδικητικός < ἐκδικητ(ής) -ικός]

εκδικητικότητα η [ekδikitikótita] Ο28 : η ιδιότητα και ο χαρακτήρας του εκδικητικού, η ροπή στην εκδίκηση· (πρβ. ρεβανσισμός).

[λόγ. εκδικητικ(ός) -ότης > -ότητα]

εκδικούμαι [ekδikúme] Ρ10.9β & (προφ.) εκδικιέμαι [ekδiéme] Ρ10.11β : ανταποδίδω σε κπ. κακό (βλάβη, αδικία, προσβολή κτλ.) που έκανε σ΄ εμένα (ή σε άλλον)· παίρνω εκδίκηση: Για ό,τι μου ΄κανες, αργά ή γρήγορα, θα σε εκδικηθώ. Εκδικήθηκαν (για) το θάνατο του αδερφού τους, σκοτώνοντας το γιο του φονιά.

[λόγ. < ελνστ. ἐκδικοῦμαι (αρχ. ενεργ. ἐκδικῶ)· λόγ. εκδικ(ούμαι) μεταπλ. -ιέμαι]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...54   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες