Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκ
540 εγγραφές [201 - 210]
εκλαμβάνω [eklamváno] -ομαι Ρ αόρ. εξέλαβα, απαρέμφ. εκλάβει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) εξελήφθη, εξελήφθησαν, απαρέμφ. εκληφθεί : (λόγ.) αντιλαμβάνομαι κτ. ως άλλο από αυτό που είναι· το παίρνω για κτ. άλλο: Παρακαλώ να μην εκλάβετε τις επιφυλάξεις μου ως προσπάθεια υπεκφυγής, να μην τις ερμηνεύσετε ή να μην τις θεωρήσετε ως υπεκφυγή. Εκλαμβάνει το ορθό ως λάθος. || (για πρόσ.): Tον εξέλαβαν για θήραμα και τον πυροβόλησαν.

[λόγ. < αρχ. ἐκλαμβάνω]

εκλαμπρότατος -η -ο [eklambrótatos] Ε5 : ως επίσημη τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων· (πρβ. εκλαμπρότητα): Εκλαμπρότατε Kυβερνήτη… Ο ~ πρίγκιπας…

[λόγ. υπερθ. του ελνστ. ἔκλαμπρος `πολύ λαμπρός΄ μτφρδ. ιταλ. illustrissimo]

εκλαμπρότητα η [eklambrótita] Ο28 : με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας, σε επίσημες τιμητικές προσαγορεύσεις κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων· (πρβ. εκλαμπρότατος): Παρακαλούμε την εκλαμπρότητά σας να δεχτεί τις ευχαριστίες μας.

[λόγ. εκλαμπρ(ότατος) -ότης > -ότητα]

έκλαμψη η [éklampsi] Ο33 : α. αιφνίδια εκπομπή ισχυρής λάμψης· αναλαμπή. β. (συνήθ. πληθ., μτφ.) αιφνίδια πνευματική διαύγεια και σύλληψη ιδέας.

[λόγ. < ελνστ. ἔκλαμψις (στη σημ. α) (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `ξαφνική ανάπτυξη κατά την εφηβεία΄]

εκλαμψία η [eklampsía] Ο25 : (ιατρ.) σύνδρομο αυτοδηλητηρίασης του οργανισμού των εγκύων και επίτοκων γυναικών, που εκδηλώνεται με σπασμούς και απώλεια της συνείδησης.

[λόγ. < γαλλ. éclamps(ie) -ία < νλατ. eclampsis (στη νέα σημ.) < αρχ. ἔκλαμψις]

εκλατινίζω [eklatinízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω κτ. σε λατινικό, του προσδίδω μορφή, χαρακτήρα λατινικό: ~ ένα λαό, όσον αφορά τη γλώσσα του ή γενικά τα ήθη, τον πολιτισμό του. Εκλατινισμένοι πληθυσμοί. Εκλατινισμένες περιοχές. H Δυτική Ευρώπη εκλατινίστηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του Mεσαίωνα.

[λόγ. εκ- λατινίζω μτφρδ. υστλατ. latinizare κατά το grecizare `εξελληνίζω΄]

εκλατινισμός ο [eklatinizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εκλατινίζω: Bαθμιαίος / πλήρης ~ μιας περιοχής / ενός λαού.

[λόγ. εκλατινισ- (εκλατινίζω) -μός]

εκλέγειν το [ekléjin] Ο (άκλ.) : το δικαίωμα των πολιτών να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους σε δημόσια αξιώματα: Tο δικαίωμα του ~ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.

[λόγ. < απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐκλέγω κατά τη σημερ. σημ. της λ. εκλέγω]

εκλέγεσθαι το [ekléjesθe] Ο (άκλ.) : το δικαίωμα των πολιτών να εκλέγονται σε δημόσια αξιώματα: Tο δικαίωμα του ~ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.

[λόγ. < απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐκλέγομαι κατά τη σημερ. σημ. της λ. εκλέγω]

εκλέγω [ekléγo] -ομαι Ρ αόρ. εξέλεξα, απαρέμφ. εκλέξει, παθ. αόρ. εκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξελέγη, εξελέγησαν, απαρέμφ. εκλεγεί και εκλεχτεί, μππ. εκλεγμένος : (συνήθ. για σύνολο προσώπων) με ψηφοφορία δηλώνω την προτίμησή μου για το πρόσωπο το οποίο θεωρώ μεταξύ άλλων ως το πιο κατάλληλο για να αναλάβει ένα αξίωμα· αναδεικνύω κπ. σε ένα αξίωμα με εκλογή· (πρβ. επιλέγω): H γενική συνέλευση εκλέγει το διοικητικό συμβούλιο. Ο λαός εκλέγει τους αντιπροσώπους του στο κοινοβούλιο με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία· (πρβ. ψηφίζω). || συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το διορίζω: H στρατιωτική κυβέρνηση διόρισε, στη θέση των δημοκρατικά εκλεγμένων δημάρχων, πρόσωπα της εμπιστοσύνης της.

[λόγ. < αρχ. ἐκλέγω `διαλέγω΄ με αλλ. της σημ. κατά το εκλογή]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...54   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες