Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκ
540 εγγραφές [511 - 520]
εκχερσώνω [ekxersóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη· ξεχερσώνω: Εκχερσωμένες εκτάσεις.

[λόγ. εκ- χέρσ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. του νεοελλ. ξεχερσώνω (πρβ. μσν. εκχερσώ (ίδ. ετυμ.) `κάνω τελείως χέρσο΄)]

εκχέρσωση η [ekxérsosi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκχερσώνω· ξεχέρσωμα.

[λόγ. εκχερσω- (δες εκχερσώνω) -σις > -ση]

εκχιονισμός ο [ekxionizmós] Ο17 : αφαίρεση συσσωρευμένου χιονιού, καθαρισμός των δρόμων από το χιόνι· αποχιονισμός.

[λόγ. εκ- χιον- (χιών δες στο χιόνι) -ισμός μτφρδ. γαλλ. déneigement]

εκχιονιστικός -ή -ό [ekxionistikós] Ε1 : που τον χρησιμοποιούν για τον καθαρισμό των δρόμων από το χιόνι: Εκχιονιστικό μηχάνημα / όχημα.

[λόγ. εκ- χιον- (χιών δες στο χιόνι) -ιστικός]

εκχρηματισμός ο [ekxrimatizmós] Ο17 : (οικον.) η εισαγωγή του χρήματος ως μέσου οικονομικών συναλλαγών: Ο ~ των αγροτικών σχέσεων παραγωγής.

[λόγ. εκ- χρηματ- (χρήμα) -ισμός]

εκχριστιανίζω [ekxristxanízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. μη χριστιανό να ασπαστεί ως θρησκεία του το χριστιανισμό: H προσπάθεια των Bυζαντινών να εκχριστιανίσουν τους γειτονικούς λαούς / τους Σλάβους.

[λόγ. εκ- χριστιαν(ός) -ίζω]

εκχριστιανισμός ο [ekxristxanizmós] Ο17 : η αλλαγή της θρησκευτικής πίστης κάποιου που δεν είναι χριστιανός και ασπάζεται το χριστιανισμό: Ο ~ των Ρώσων. H πολιτική του Bυζαντίου απέβλεπε στον εκχριστιανισμό των γειτονικών λαών.

[λόγ. εκχριστιανισ- (εκχριστιανίζω) -μός]

εκχυδαΐζω [ekxiδaízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. μεταβάλλω κτ. από ευγενές ή σεμνό σε χυδαίο, ευτελές κτλ.: Tα σκάνδαλα και οι παρανομίες εκχυδαΐζουν το δημόσιο βίο μιας χώρας. || (παθ.): Εκχυδαϊσμένη γλώσσα. 2. (παθ., για πρόσ.) γίνομαι χυδαίος, αποκτώ τρόπους χυδαίους: Έχει πια εκχυδαϊστεί τελείως.

[λόγ.: 1: εκ- χυδα(ίος) -ίζω· 2: σημδ. γαλλ. se vulgariser]

εκχυδαϊσμός ο [ekxiδaizmós] Ο17 : το να μεταβάλλεται κτ. από ευγενές ή σεμνό σε χυδαίο: ~ της γλώσσας. ~ μιας άποψης / μιας ιδεολογίας. ~ της πολιτικής ζωής.

[λόγ. εκχυδαϊσ- (εκχυδαΐζω) -μός]

εκχυδαϊστικός -ή -ό [ekxiδaistikós] Ε1 : που εκχυδαΐζει: Εκχυδαϊστική ερμηνεία / άποψη / παρουσίαση.

[λόγ. εκχυδαϊσ- (εκχυδαΐζω) -τικός]

< Προηγούμενο   1... 50 51 [52] 53 54   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες