Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 540 εγγραφές [491 - 500] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκφόρτωση η [ekfórtosi] Ο33 : (λόγ.) ξεφόρτωμα: ~ οχήματος / πλοίου. ~ εμπορευμάτων.
[λόγ. εκφορτω- (δες εκφορτώνω) -σις > -ση]
- εκφορτωτήρας ο [ekfortotíras] Ο2 : μηχάνημα κατάλληλο για εκφορτώσεις.
[λόγ. εκφορτω- (δες εκφορτώνω) -τήρ > -τήρας]
- εκφορτωτής ο [ekfortotís] Ο7 : εργάτης που εκτελεί εκφορτώσεις· φορτοεκφορτωτής.
[λόγ. εκφορτω- (δες εκφορτώνω) -τής]
- εκφορτωτικός -ή -ό [ekfortotikós] Ε1 : σχετικός με εκφόρτωση: Εκφορτωτικά μηχανήματα, κατάλληλα για την εκτέλεση εκφορτώσεων. || (ως ουσ.) τα εκφορτωτικά, τα έξοδα της εκφορτώσεως.
[λόγ. εκφορτωτ(ής) -ικός]
- εκφράζω [ekfrázo] -ομαι Ρ αόρ. εξέφρασα, απαρέμφ. εκφράσει, παθ. αόρ. εκφράστηκα, απαρέμφ. εκφραστεί : 1. φανερώνω, αποκαλύπτω κτ. που υπάρχει στο νου μου, στη συνείδησή μου. α. φανερώνω με λόγο μια σκέψη ή ένα συναίσθημα: Kανείς δεν εξέφρασε αντίθετη γνώμη. Εκφράζει προσωπικές απόψεις. β. διατυπώνω τα διανοήματά μου, έτσι ώστε να γίνω κατανοητός: Είναι έξυπνος όμως έχει και το χάρισμα να εκφράζεται σωστά. γ. εκδηλώνω με λόγο ή με οποιαδήποτε άλλη πράξη ή συμπεριφορά μια σκέψη, ένα συναίσθημα κτλ.: ~ τη λύπη μου / τα συγχαρητήριά μου / την αγανάκτησή μου / το θαυμασμό μου. Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές. Στις εκλογές ο λαός θα εκφράσει την εμπιστοσύνη του. Εκφρασμένη βούληση. Εκφράζονται υποψίες ότι είχε διασυνδέσεις με ύποπτα κυκλώματα. Εκφράζονται φόβοι ότι θα ξεσπάσουν ταραχές στα κατεχόμενα. δ. (για πράξη, συμπεριφορά): Tο βλέμμα του εκφράζει μίσος. 2. κάνω κτ. αισθητό με την τέχνη: Ποίημα που εκφράζει απαισιοδοξία. Έργο ζωγραφικής που εκφράζει την εσωτερική ένταση του δημιουργού. 3. εξωτερικεύω σκέψεις ή αισθήματα ή ενεργώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμφωνώ, να επιδοκιμάζω τις σκέψεις, τις επιδιώξεις, τις επιθυμίες κάποιου: Δε με εκφράζει κανένα κόμμα / καμιά ιδεολογία. Εκφράζονται όλες οι τάσεις στο συνέδριο, αντιπροσωπεύονται. 4. (παθ.) αποκαλύπτω σκέψεις ή συναισθήματα· (πρβ. εκδηλώνομαι): Ο ζωγράφος εκφράζεται με χρώματα, ο μουσικός με ήχους. Εκφράζεται ελεύθερα.
[λόγ. < ελνστ. ἐκφράζω `περιγράφω΄, αρχ. σημ.: `εξηγώ λεπτομερειακά΄ & σημδ. γαλλ. exprimer]
- έκφραση η [ékfrasi] Ο33 : 1. φανέρωμα σκέψεων ή συναισθημάτων με το λόγο: Ελεύθερη ~ γνώμης. 2. ό,τι εκφράζει, αποκαλύπτει σκέψη, συναίσθημα, διάθεση κτλ. α. για οποιαδήποτε εκδήλωση σκέψεων, συναισθημάτων κτλ. με την εμφάνιση, την κίνηση, το ύφος, τη συμπεριφορά κτλ.: Οι εκφράσεις του προσώπου και οι χειρονομίες κάποιου. Aπό την έκφρασή του καταλάβαινες ότι λέει ψέματα. ~ ανησυχίας / χαράς / φόβου / λύπης / αγωνίας / θαυμασμού. β. για λόγο: Xρησιμοποίησε εκφράσεις ανεπίτρεπτες. Yβριστική / ευγενική ~. || (ειδικότ.) για λεκτικό σύνολο που εμφανίζεται με στερεότυπο τρόπο και η σημασία του δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη σημασία των λέξεων που το αποτελούν αλλά είναι δυνατόν να προβλεφθεί: Λαϊκή / κοινή / ιδιωματική ~. Φράσεις και εκφράσεις. Παροιμιακή ~. γ. αυτό με το οποίο εκφράζεται κάποιος ή κτ.: Ο Mάης του ΄68 αποτέλεσε ~ αντίδρασης στο κατεστημένο. || τρόπος και ικανότητα προσώπου να εκφράζει με λόγο σκέψεις και συναισθήματα: Yστερεί στην ~. || Έκθεση ~. δ. εξωτερίκευση του ψυχικού κόσμου μέσο της τέχνης: Ο σουρεαλισμός, ως μέσο έκφρασης. 3. (φιλολ.) γραμματειακό είδος, είδος ρητορικής περιγραφής ιδίως μνημείου, τοπίου ή έργου τέχνης: ~ της Aγίας Σοφίας.
[λόγ. < ελνστ. ἔκφρα(σις) `περιγραφή΄ -ση & κατά τις σημ. της λ. εκφράζω]
- εκφραστής ο [ekfrastís] Ο7 : για πρόσωπο που με τη δράση του και το ρόλο του εκφράζει, προβάλλει και προωθεί κάποια ιδέα, αντίληψη, τάση κτλ.: Οι εκφραστές των συμφερόντων / των οραμάτων του λαού. Bασικός / κύριος / γνήσιος / αυθεντικός ~ μιας ιδέας. || Yπήρξε ο πιο αυθεντικός ~ της εποχής του.
[λόγ. εκφρασ- (εκφράζω) -τής]
- εκφραστικός -ή -ό [ekfrastikós] Ε1 : 1. που εκφράζει κτ., που τον χρησιμοποιούν για να εκφράσουν κτ.: Εκφραστικά μέσα. H ποίηση δεν έχει κανένα άλλο εκφραστικό όργανο εκτός από τις λέξεις ή τη γλώσσα. 2. που εκφράζει συναισθήματα με τρόπο επιτυχή, έντονο. ANT ανέκφραστος: Εκφραστικό ύφος / βλέμμα. Εκφραστική φωνή / απαγγελία.
εκφραστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐκφραστικός `περιγραφικός΄ & κατά τις σημ. της λ. εκφράζω]
- εκφραστικότητα η [ekfrastikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εκφραστικού, εκείνου που εκφράζει κτ. με τρόπο επιτυχή, έντονο.
[λόγ. εκφραστικ(ός) -ότης > -ότητα]
- εκφυλίζω [ekfilízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αλλοιώνω τη φύση ενός οργανισμού, κάνω να χάσει τις φυσικές ιδιότητες του γένους ή του είδους του: Εκφυλισμένοι οργανισμοί. 2. (παθ., μτφ.) χάνω τη δύναμή μου, την έντασή μου, εξασθενώ: Εκφυλίστηκε η απεργία.
[λόγ. εκ- φύλ(ον) -ίζω μτφρδ. γαλλ. dégénérer]



